πρόκουρος

From LSJ

ὑπὸ δὲ οἴστρου ἀεὶ ἑλκομένη ψυχή → a soul always dragged along by the fury of passion

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πρόκουρος Medium diacritics: πρόκουρος Low diacritics: πρόκουρος Capitals: ΠΡΟΚΟΥΡΟΣ
Transliteration A: prókouros Transliteration B: prokouros Transliteration C: prokouros Beta Code: pro/kouros

English (LSJ)

πρόκουρον, shorn in front, S.Eurypyl.Oxy.2081 (b)Fr.3.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που έχει κουρεμένο το πρόσθιο μέρος της κόμης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + -κουρος (< κουρά)].