προμαχώνας

Revision as of 12:22, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (34)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

ο / προμαχών και ασυναίρ. τ. προμαχεών, -ῶνος, ΝΑ
1. μέρος φρουρίου ή οχυρού, από όπου μπορεί κανείς να μάχεται, κυρίως στις γωνίες τών φρουρίων, τών κάστρων ή τών οχυρών
νεοελλ.
γεν. φρούριο, κάστρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρόμαχος + επίθημα -ών, -ῶνος (πρβλ. αμπελ-ώας)].