προπεριελίσσω

Revision as of 12:22, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (34)

English (LSJ)

   A twist round first, Aen.Tact.31.20.

German (Pape)

[Seite 739] vorher umwickeln, Sp.

Greek Monolingual

Α
περιτυλίσσω από πριν.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + περιελίσσω «περιτυλίγω»].