προπεριελίσσω
From LSJ
ὤμοι, πέπληγμαι καιρίαν πληγὴν ἔσω → Alas! I am struck deep with a mortal blow! | Ah me! I am struck—a right-aimed stroke within me (Aeschylus, Agamemnon 1343)
English (LSJ)
twist round first, Aen.Tact.31.20.
German (Pape)
[Seite 739] vorher umwickeln, Sp.
Greek Monolingual
Α
περιτυλίσσω από πριν.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + περιελίσσω «περιτυλίγω»].