προποιώ
Greek Monolingual
-έω, ΜΑ
μσν.
προλαβαίνω
αρχ.
1. κάνω κάτι από πριν, εκ τών προτέρων
2. παθ. προποιοῡμαι, -έομαι
α) προετοιμάζομαι
β) επηρεάζομαι εκ τών προτέρων
3. (η μτχ. ουδ. πληθ. μέσ. παρακμ. ως ουσ.) τὰ προπεποιημένα
εργασίες που έχουν ήδη περατωθεί.