προπηλακισμός

Revision as of 12:22, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (34)

English (LSJ)

ὁ, = foreg., Hdt.6.73;

   A ὕβρις καὶ λοιδορία καὶ π. D.18.12; ὁ τῆς δικαιοσύνης π. Aeschin.3.258: pl., προπηλακισμοῖς κολάζειν Pl.Lg.855b, etc.

German (Pape)

[Seite 740] ὁ, das Bewerfen mit Koth, od. das in den Koth treten, schimpfliche Behandlung, Beschimpfung; Her. 6, 73; Plat. Legg. IX, 855 b; Dem. u. Folgde.

Greek (Liddell-Scott)

προπηλᾰκισμός: ὁ, = τῷ προηγ., Ἡρόδ. 6. 73· ὕβρις καὶ λοιδορία καὶ πρ. Δημ. 229. 9· ὁ τῆς δικαιοσύνης πρ. Αἰσχίν. 90. 22· ἐν τῷ πληθ., προπηλακισμοῖς κολάζειν Πλάτ. Νόμ. 855Β, κτλ.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
insulte, outrage.
Étymologie: προπηλακίζω.

Greek Monolingual

ο, ΝΑ προπηλακίζω
η προπηλάκισηὕβρις καὶ λοιδορία καὶ προπηλακισμός», Δημοσθ.).