προπηλάκιση
From LSJ
Θυσία μεγίστη τῷ θεῷ τό γ' εὐσεβεῖν → Pietate maius nil offertur numini → Das größte Opfer für den Gott ist Frömmigkeit
Greek Monolingual
η / προπηλάκισις, -ίσεως, ΝΑ προπηλακίζω
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του προπηλακίζω, υβριστική συμπεριφορά, διασυρμός, εξύβριση, εξευτελισμός.