προσαπολαμβάνω

Revision as of 12:22, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (34)

English (LSJ)

   A catch, take up as well, Hp.Art.11.    II receive besides, dub. in Jul.Or.7.228b.

Greek (Liddell-Scott)

προσαπολαμβάνω: ἀπολαμβάνω, λαμβάνω προσέτι, Ἰουλιαν. 228Β, Αἴσωπ., κλπ.· ― ἐν Ἱππ. περὶ Ἄρθρ. 788, διορθωτέον, προσεπιλ-.

French (Bailly abrégé)

recevoir en outre.
Étymologie: πρός, ἀπολαμβάνω.

Greek Monolingual

Α ἀπολαμβάνω
1. συλλαμβάνω κάποιον ή κάτι ακόμη
2. πιθ. δέχομαι κάτι επιπροσθέτως.