προσαπολαμβάνω Search Google

From LSJ

Εὐφήμει, ὦ ἄνθρωπε· ἁσμενέστατα μέντοι αὐτὸ ἀπέφυγον, ὥσπερ λυττῶντά τινα καὶ ἄγριον δεσπότην ἀποδράς → Hush, man, most gladly have I escaped this thing you talk of, as if I had run away from a raging and savage beast of a master

Source
Click links below for lookup in third sources:

English (LSJ)

A catch, take up as well, Hp.Art.11.
II receive besides, dub. in Jul.Or.7.228b.

French (Bailly abrégé)

recevoir en outre.
Étymologie: πρός, ἀπολαμβάνω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προσ-απολαμβάνω erbij grijpen:. τοὺς... ἀδένας οὐ χρὴ προσαπολαμβάνειν men moet de klieren niet tegelijk meenemen (bij cauterisatie) Hp. Art. 11.

Russian (Dvoretsky)

προσαπολαμβάνω: сверх того получать Aesop.

Greek (Liddell-Scott)

προσαπολαμβάνω: ἀπολαμβάνω, λαμβάνω προσέτι, Ἰουλιαν. 228Β, Αἴσωπ., κλπ.· ― ἐν Ἱππ. περὶ Ἄρθρ. 788, διορθωτέον, προσεπιλ-.

Greek Monolingual

Α ἀπολαμβάνω
1. συλλαμβάνω κάποιον ή κάτι ακόμη
2. πιθ. δέχομαι κάτι επιπροσθέτως.