προσεκπίνω
German (Pape)
[Seite 758] (s. πίνω), noch dazu austrinken, adj. verb., προσεκποτέον ἐστὶ τὸ δυσχερές, Pl ut. adv. Col. 8.
Greek (Liddell-Scott)
προσεκπίνω: [ῑ], ἐκπίνω προσέτι, ῥημ. ἐπίθ. προσεκποτέον, Πλούτ. 2. 1111C.
Greek Monolingual
Α
πίνω κάτι ακόμη εξ ολοκλήρου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + ἐκπίνω «πίνω όλο το περιεχόμενο ενός ποτηριού»].