προσηλυτεύω

Revision as of 12:23, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (34)

English (LSJ)

   A live in a place as a stranger, ἐν τῷ Ἰσραήλ LXXEz.14.7.

German (Pape)

[Seite 764] als Fremdling an einem Orte leben, wohnen, Sp.

Greek Monolingual

ΜΑ προσήλυτος
1. παροικώ, διαμένω σε έναν τόπο ως ξένος («τῶν προσηλυτευόντων ἐν τῷ Ισραήλ», ΠΔ).