A live in a place as a stranger, ἐν τῷ Ἰσραήλ LXXEz.14.7.
[Seite 764] als Fremdling an einem Orte leben, wohnen, Sp.
ΜΑ προσήλυτος1. παροικώ, διαμένω σε έναν τόπο ως ξένος («τῶν προσηλυτευόντων ἐν τῷ Ισραήλ», ΠΔ).