τόπο

From LSJ

ἐπ' ἀλλήλοισιν ἀμφικείμενοι → locked in each other's arms, clinging to one another

Source

Greek Monolingual

το, Ν
μετρολ. βασική μονάδα μήκους τών Ίνκα, ισοδύναμη με 9.264 μέτρα.