προσκρίνω

Revision as of 12:23, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (35)

English (LSJ)

[ῑ],

   A adjudge or award, τὴν χώραν αὐτῷ SIG679.55 (ii B.C.), cf. J.BJ Prooem.4, D.L.1.74:—Pass., τῷ θεῷ Ph.1.690, cf. PAmh.64.5 (ii A.D.), etc.    II Pass., to be joined with, assimilated, opp. ἀποκρίνομαι, Anaxag.14, cf. Gal.8.721; τῷ σώματι Dam.Pr. 402.

German (Pape)

[Seite 770] durch ein Urtheil zusprechen, zuerkennen; pass. damit vereinigt, hinzugesetzt werden; Sp., wie D. L. 1, 74.

Greek (Liddell-Scott)

προσκρίνω: [ῑ], ἐπιδικάζω, τοῖς Ἀθηναίοις προσκρῖναι Διογ. Λ. 1. 74, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. ἐν τῷ προοιμ. 4. ― Παθ., ἑνοῦμαι μετά τινος, ἀφοσιοῦμαι, ἀντίθετον τῷ ἀποκρίνομαι, ὅρος τῆς περὶ ἀτόμων φιλοσοφίας, Ἀναξαγόρου Ἀποσπ. 23.

Greek Monolingual

Α κρίνω
1. επιδικάζω
2. προδικάζω
3. παθ. προσκρίνομαι
α) αφιερώνομαι, προσφέρομαι («τῷ θεῷ προσκρίνεται», Φίλ.)
β) (φιλοσ.) ενώνομαι με κάτι, αφομοιώνομαι («προσκρίνεσθαι τῷ σώματι», Δαμάσκ.).