προσκαταμένω

Revision as of 12:23, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (35)

English (LSJ)

   A remain at a place afterwards, αὐτόθι Hyp.Lyc. 17.

Greek (Liddell-Scott)

προσκαταμένω: διαμένω ἔν τινι τόπῳ προσέτι ἢ ἐπὶ πλέον, προσκατέμεινα δὲ αὐτόθι τὸν τρίτον ἐνιαυτὸν Ὑπερείδ. ὑπὲρ Λυκόφρ. [XIV], 17.

Greek Monolingual

Α
διαμένω, παραμένω επί πλέον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + καταμένω «διαμένω, παραμένω»].