προσπαραφύομαι

Revision as of 12:23, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (35)

English (LSJ)

Pass. with pf. Act. -πέφῡκα,

   A to be attached at the side, Sor.1.12.

Greek (Liddell-Scott)

προσπαραφύομαι: Παθ., μετ’ ἀορ. β´ καὶ πρκμ. ἐνεργ., παραφύομαι πρός τι, Σωραν. ἐν τῷ Ideler Phys. 1. 256.

Greek Monolingual

Α
προσαρτώμαι, προσκολλώμαι στην πλευρά κάποιου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + παραφύομαι «βλαστάνω παραπλεύρως»].