πρόσραξις
English (LSJ)
εως, ἡ,
A dashing against, PCair.Zen.534.23 (iii B.C.), Ph. 2.489.
German (Pape)
[Seite 779] ἡ, = πρόσρηξις, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
πρόσραξις: -εως, ἡ, πρόσρηξις, κτύπημα μεθ’ ὁρμῆς ἐπάνω εἴς τι καὶ σπάσιμον, Φίλων 2. 489.
Greek Monolingual
-άξεως, ἡ, Α προσράσσω
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του προσράσσω, ορμητικό χτύπημα ενός αντικειμένου πάνω σε ένα άλλο.