προσκατασκάπτω

Revision as of 12:23, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (35)

English (LSJ)

   A undermine, destroy besides, J.Vit.10.

German (Pape)

[Seite 768] noch dazu untergraben u. von Grund aus zerstören, Ios.

Greek (Liddell-Scott)

προσκατασκάπτω: κατασκάπτω, καταστρέφω προσέτι, Ἰωσήπ. Βίος 10.

Greek Monolingual

Α
1. σκάβω σε βάθος, κατασκάβω επί πλέον
2. καταστρέφω ακόμη περισσότερο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + κατασκάπτω «σκάβω σε βάθος, καταστρέφω»].