προσωπίδιον

Revision as of 12:23, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (35)

English (LSJ)

τό, Dim. of πρόσωπον, Ar.Fr.264, Stud.Pal. 22.56.23 (iii A.D.), Maria ap.Zos.Alch.p.157 B.

Greek (Liddell-Scott)

προσωπίδιον: τό, ὑποκορ. τοῦ πρόσωπον, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 256, πρβλ. Πολυδ. Ι΄, 127.

Greek Monolingual

τὸ, Α
πρόσωπον υποκορ. του πρόσωπον.