προσωπίδιον
From LSJ
ἀπόδοτε οὖν τὰ Καίσαρος Καίσαρι καὶ τὰ τοῦ θεοῦ τῷ θεῷ → So then pay to Caesar what belongs to Caesar, and to God what belongs to God! (Matthew 22:21)
English (LSJ)
τό, Dim. of πρόσωπον, Ar.Fr.264, Stud.Pal. 22.56.23 (iii A.D.), Maria ap.Zos.Alch.p.157 B.
German (Pape)
τὸ, dim. von προσωπεῖον, Ar. bei Poll. 10.127.
Russian (Dvoretsky)
προσωπίδιον: τό небольшая маска Arph.
Greek (Liddell-Scott)
προσωπίδιον: τό, ὑποκορ. τοῦ πρόσωπον, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 256, πρβλ. Πολυδ. Ι΄, 127.