προσχίζω

Revision as of 12:23, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (35)

English (LSJ)

   A slit before or in front, Gloss.

German (Pape)

[Seite 789] vorher spalten, aufschneiden, Sp. vorher spalten, aufschneiden, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

προσχίζω: σχίζω πρότερον ἢ ἔμπροσθεν, Γλωσσ.

Greek Monolingual

Α
σχίζω κάτι εκ τών προτέρων ή μπροστά από κάτι άλλο.