πυκνόρρευστος

Revision as of 12:24, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (35)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

-η, -ο, Ν
(για υγρό) αυτός που έχει μεγάλη πυκνότητα, μεγάλο ιξώδες, παχύρρευστος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πυκνός + ρευστός (< ῥέω). Η λ. μαρτυρείται από το 1882 στον Δ. Παπαβασιλόπουλο].