-η, -ο, Ν(για υγρό) αυτός που έχει μεγάλη πυκνότητα, μεγάλο ιξώδες, παχύρρευστος.[ΕΤΥΜΟΛ. < πυκνός + ρευστός (< ῥέω). Η λ. μαρτυρείται από το 1882 στον Δ. Παπαβασιλόπουλο].