πυκνότητα
Δοῦλος γεγονὼς ἑτέρῳ <γε> δουλεύειν φοβοῦ → Servire in servitute servo alii time → Als Sklave wolle keinem Sklaven Sklave sein
Greek Monolingual
η / πυκνότης, -ητος, ΝΜΑ πυκνός
η ιδιότητα του πυκνού, το να είναι τα συστατικά κάποιου ή τα μέρη ενός όλου από τη φύση τους ή από την κατασκευή τους πυκνά (α. «πυκνότητα γάλακτος» β. «τὰς Νεφέλας... ἐμπιπτούσας εἰς ἀλλήλας παταγεῖν διὰ τὴν πυκνότητα», Αριστοφ.)
2. (για νόημα, έκφραση κ.λπ.) περιεκτικότητα, συντομία («ἡ πυκνότης τῶν ἐννοιῶν», Ερμογ.)
3. συχνή επανάληψη, συχνότητα (α. «πυκνότητα ενοχλήσεων» β. «πυκνότης μεταβολῶν», Ισοκρ.)
νεοελλ.
1. το να είναι κάτι παχύρρευστο
2. φυσ. α) το ηλεκτρικό φορτίο ανά μονάδα όγκου ή επιφανείας
β) το πηλίκο της μάζας διά του όγκου ενός σώματος
3. φρ. α) «πυκνότητα πληθυσμού» — ο λόγος του αριθμού τών κατοίκων ενός τόπου προς την έκτασή του
β) φυσ. i) «πυκνότητα φορτίου» — το πηλίκον του ηλεκτρικού φορτίου που περιέχεται σε ορισμένο όγκο διά του όγκου του
ii) «επιφανειακή πυκνότητα φορτίου» — το πηλίκον του ηλεκτρικού φορτίου που περιέχεται σε μια επιφάνεια διά του εμβαδού της επιφάνειας αυτής
iii) «πυκνότητα ρεύματος» — το πηλίκο της έντασης του ρεύματος που διαρρέει έναν αγωγό διά της διατομής του αγωγού αυτού
iv) «πυκνότητα ηλεκτρικού ή μαγνητικού πεδίου»
(σε ορισμένη εγκάρσια τομή του ηλεκτρικού ή του μαγνητικού πεδίου) ο αριθμός τών δυναμικών γραμμών που διέρχονται ανά μονάδα επιφάνειας της τομής αυτής
αρχ.
1. ο πυκνός σχηματισμός φάλαγγας
2. μουσ. η μικρή έκταση τών δύο κατώτερων διαστημάτων στο χρωματικό και εναρμόνιο γένος σε σχέση με το ανώτερο
3. επιτηδειότητα, επιδεξιότητα («πυκνότης ἔνεστ' ἐν τῷ τρόπῳ», Αριστοφ.)
4. φρ. «πυκνότης κοιλίης» — δυσκοιλιότητα.