πυξιδοθήκη

Revision as of 12:24, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (35)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

η, Ν
κυλινδρικό κιβώτιο όπου τοποθετείται η μαγνητική πυξίδα τών πλοίων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πυξίδα + θήκη (πρβλ. ίματιο-θήκη). Η λ. μαρτυρείται από το 1858 στο Ὀνοματολόγιον Ναυτικόν].