πυξίδα

From LSJ

Κακὸν μέγιστον ἐν βροτοῖς ἀπληστία → Malumm est hominibus maximum immoderatio → Das größte Übel ist bei Menschen Völlerei

Menander, Monostichoi, 277

Greek Monolingual

η / πυξίς, -ίδος, ΝΜΑ
αρχαιολ. κάθε κιβωτίδιο με πώμα, ανεξάρτητα από το σχήμα του, το οποίο χρησίμευε για τη φύλαξη διαφόρων αντικειμένων και κατασκευαζόταν από ξύλο πύξου, κουτάκι
νεοελλ.
1. όργανο προσανατολισμού το οποίο αποτελείται από ένα κουτί κατασκευασμένο από μη μαγνητικό υλικό στο κέντρο του οποίου αναρτάται ή στηρίζεται ευκίνητη μαγνητική βελόνη της οποίας τα άκρα κατευθύνονται προς τους μαγνητικούς πόλους της Γης και έτσι αναγνωρίζεται η διεύθυνση του Βορρά
2. φρ. α) «τοπογραφική πυξίδα» — χωρομετρικό όργανο το οποίο αποτελείται από μαγνητική πυξίδα συνδυασμένη με σκοπευτική διόπτρα
β) «πυξίδα έγκλισης» — όργανο μέτρησης της κατακόρυφης συνιστώσας του γήινου μαγνητικού πεδίου αποτελούμενο από μαγνητική βελόνη στρεπτή γύρω από οριζόντιο άξονα
γ) «γυροσκοπική πυξίδα» — πυξίδα ανεξάρτητη από το γήινο μαγνητικό πεδίο και εξαρτώμενη μόνον από τις ιδιότητες του γυροσκοπίου και από την περιφορά της Γης
δ) «γυρομαγνητική πυξίδα» — σύστημα που προκύπτει από την προσαρμογή πυξίδας πάνω σε εξέδρα που διατηρείται σταθερά οριζόντια με τη βοήθεια γυροσκοπίου
μσν.
πινακίδα γραφής από ξύλο πύξου
αρχ.
1. μικρό κιβώτιο από ξύλο πύξου
2. μικρό κουτί
3. μελανοδοχείο
4. κύλινδρος μέσα στον οποίο παλινδρομεί έμβολο
5. ονομασία ενός εμπλάστρου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πύξος «είδος φυτού» + επίθημα -ίς, -ίδος (πρβλ. κυψελίς)].