πυργομάχος

Revision as of 12:24, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (35)

English (LSJ)

[ᾰ], ον,

   A fighting from a tower, Ath.4.154f.

German (Pape)

[Seite 820] einen Thurm angreifend, Ath. IV, 154 f.

Greek (Liddell-Scott)

πυργομάχος: -ον, ὁ μαχόμενος ἐκ πύργου, Ἀθήν. 154F.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που μάχεται εναντίον πύργου ή αυτός που μάχεται από πύργο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πύργος + -μάχος (< μάχομαι), πρβλ. θαλασσο-μάχος].