πυργοῦχος

Revision as of 12:24, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (35)

English (LSJ)

ὁ, (ἔχω)

   A tower-bearer: in ships of war, platform which bore towers for defence, Plb.16.3.12, Poll.1.92.

German (Pape)

[Seite 820] ὁ, Thurmträger; Balken, auf welchen ein Thurm im Kriegsschiff erbau't ist, Pol. 16, 3, 12.

Greek (Liddell-Scott)

πυργοῦχος: ὁ, (ἔχω) ὁ ἔχων ἢ φέρων πύργον· ἐπὶ πολεμικῶν πλοίων, κατάστρωμα ἐπίπεδον φέρον πύργους πρὸς ἄμυναν, Πολύβ. 16. 3, 12, Πολυδ. Α΄, 92.

Greek Monolingual

ὁ, Α
1. ιδιοκτήτης πύργου
2. (για πολεμικά πλοία) επίπεδο κατάστρωμα το οποίο έχει πύργους για άμυνα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πύργος + -οῦχος (< ἔχω)].