πυργοῦχος

From LSJ

ὥσπερ ἀνέµου 'ξαίφνης ἀσελγοῦς γενοµένου → just as when a wind suddenly turns foul, just as when a wind suddenly turns nasty

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πυργοῦχος Medium diacritics: πυργοῦχος Low diacritics: πυργούχος Capitals: ΠΥΡΓΟΥΧΟΣ
Transliteration A: pyrgoûchos Transliteration B: pyrgouchos Transliteration C: pyrgoychos Beta Code: purgou=xos

English (LSJ)

ὁ, (ἔχω) tower-bearer: in ships of war, platform which bore towers for defence, Plb.16.3.12, Poll.1.92.

German (Pape)

[Seite 820] ὁ, Thurmträger; Balken, auf welchen ein Thurm im Kriegsschiff erbau't ist, Pol. 16, 3, 12.

Russian (Dvoretsky)

πυργοῦχος:основание или подставка для осадной башни (на корабле) Polyb.

Greek (Liddell-Scott)

πυργοῦχος: ὁ, (ἔχω) ὁ ἔχων ἢ φέρων πύργον· ἐπὶ πολεμικῶν πλοίων, κατάστρωμα ἐπίπεδον φέρον πύργους πρὸς ἄμυναν, Πολύβ. 16. 3, 12, Πολυδ. Α΄, 92.

Greek Monolingual

ὁ, Α
1. ιδιοκτήτης πύργου
2. (για πολεμικά πλοία) επίπεδο κατάστρωμα το οποίο έχει πύργους για άμυνα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πύργος + -οῦχος (< ἔχω)].