πτεροσχιδής

Revision as of 12:25, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (35)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

-ές, Ν
βοτ. (για φύλλα) αυτός που έχει παράλληλες εντομές και από την μια και από την άλλη μεριά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πτερό + -σχιδής (< σχίζω), πρβλ. πολυ-σχιδής. Η λ. μαρτυρείται από το 1852 στον θ. Γ. Ορφανίδη].