-έως, ὁ, ΜΑο ράφτηςαρχ.φρ. «ῥαφεὺς φόνου» — αυτός που μηχανεύεται, που προετοιμάζει τον φόνο κάποιου («κἀγώ δίκαιου τοῡδε τοῡ φόνου ῥαφεύς», Αισχύλ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥαφή + κατάλ. -εύς (πρβλ. γραφ-εύς)].