ῥαφή
Ὀργὴ δὲ πολλὰ δρᾶν ἀναγκάζει κακά → Ad prava saepe impellit iracundia → Es zwingt der Zorn dazu, viel Hässliches zu tun
English (LSJ)
ἡ,
A seam, ἱμάντων Od.22.186; (χιτῶνος) Plu.Cleom.37.
2 suture of the skull, κεφαλὴ οὐκ ἔχουσα ῥαφήν Hdt.9.83, cf. Hp.VC1 (pl.), Pl.Ti.76a, Arist.HA491b2, 516a15; also of the heart and other parts, Id.PA 667a7, 677b19; ῥαφαὶ ὀστέων E.Ph.1159, Supp.503.
II stitching, sewing, τρήσει καὶ ῥαφῇ χρωμένη σύνθεσις Pl.Plt.280c; αἱ ῥαφαὶ τοῦ τραύματος, of a wound that had been sewn up, D.C.43.11.
German (Pape)
[Seite 835] ἡ, die Naht; Od. 22, 186, ἱμάντων; auch die Naht der Hirnschale, Her. 9, 83; vgl. Eur. ῥαφὰς ἔῤῥηξεν ὀστέων, Phoen. 1166; τρήσει καὶ ῥαφῇ χρωμένη σύνθεσις, Plat. Polit. 280 c.
French (Bailly abrégé)
ῆς (ἡ) :
1 couture;
2 suture du crâne.
Étymologie: R. Ῥαφ coudre ; v. ῥάπτω.
Russian (Dvoretsky)
ῥᾰφή: ἡ
1 шов (ἱμάντων Hom.; τῶν ἀγγείων Plut.): ῥαφαὶ τῆς κεφαλῆς Her., Plut. черепные швы;
2 шитье, сшивание: ῥαφῇ χρῆσθαι Plat. сшивать.
Greek (Liddell-Scott)
ῥᾰφή: ἡ, (ῥάπτω) Λατ. sutura, ἱμάντων Ὀδ. Χ. 186· χιτῶνος Πλουτ. Κλεομ. 31. 2) ῥαφὴ τῶν ὀστῶν τοῦ κρανίου, κεφαλὴ οὐκ ἔχουσα ῥαφὴν Ἡρόδ. 9. 83, πρβλ. Ἱππ. Τρωμάτ. Κεφαλ. 895, Πλάτ. Τίμ. 76Α, Ἀριστ. περὶ τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 7, 3., 3. 7, 3· ὡσαύτως ἐπὶ τῆς καρδίας καὶ ἄλλων μερῶν, ὁ αὐτ. π. Ζ. Μορ. 3. 4, 26., 4. 3, 2· ῥαφαὶ ὀστέων Εὐρ. Φοίν. 1159, Ἱκέτ. 503. ΙΙ. τὸ ῥάπτειν, «ῥάψιμον, τρήσει καὶ ῥαφῇ χρῆσθαι πλάτ. Πολιτικ. 280C· αἱ ῥ. τοῦ τραύματος, ἐπὶ τραύματος ὅπερ συνεκλείσθη διὰ ῥαφῆς, Δίων Κ. 43. 21.
English (Autenrieth)
(ῥάπτω): seam, pl., Od. 22.186†.
Greek Monolingual
η / ῥαφή, ΝΜΑ
1. το να ράβει κανείς κάτι, να συνενώνει ράβοντας με κλωστή, το ράψιμο (α. «κοπή και ραφή στρατιωτικών στολών
β. «τμήσει καὶ ῥαφῇ χρωμένη σύνθεσις», Πλάτ.)
2. το σημείο ή η γραμμή, στην οποία συνδέονται με ράψιμο κομμάτια υφάσματος, δέρματος ή άλλου υλικού (α. «ξηλώθηκε η ραφή του παπουτσιού» β. «ῥαφαὶ δ' ἐλέλυντο ἱμάντων», Ομ. Οδ.)
3. η οδοντωτή σύνδεση τών οστών του κρανίου και του μετώπου μεταξύ τους («κεφαλὴ οὐκ ἔχουσα ῥαφάς», Ηρόδ.)
νεοελλ.
1. τα σημεία, στα οποία συνενώνονται μετάλλινα ελάσματα με καρφιά (α. «οι ραφές τών λεβήτων» β. «ραφή του ντεπόζιτου»
2. ιατρ. η συγκράτηση σε επαφή δύο ιστικών επιφανειών με ράμματα, καθώς και η συνένωση τών χειλέων ενός δερματικού τραύματος με μεταλλικούς αγητήρες ή με άλλα μέσα
3. ανατ. γραμμή του δέρματος ή μιας απονεύρωσης που προεξέχει και μοιάζει με ουλή, όπως είναι λ.χ. η ραφή που διαιρεί το όσχεο και το περίνεο σε δύο πλάγια συμμετρικά τμήματα
4. βοτ. παρυφή του εξωτερικού στρώματος του περιβλήματος ή κελύφους του σπέρματος, η οποία διατρέχει κατά μήκος την πλευρά που βρίσκεται απέναντι από τη μικροπύλη στις ανατροπές σπερμοβλάστες
5. σχισμή που διατρέχει κατά μήκος το κυτταρικό τοίχωμα τών κινητών διατόμων που εμφανίζουν αμφίπλευρη συμμετρία
μσν.
ῥαφίς, βελόνα
αρχ.
η πτύχωση που γίνεται για να τοποθετηθεί πόρπη («ἐνδυσάμενος τὸν χιτῶνα καὶ τὴν ῥαφὴν ἐκ τοῦ δεξιοῦ παραλυσάμενος ὤμου», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ῥαφ- του ῥάπτω (πρβλ. απρμφ. παθ. αόρ. ῥαφ-ῆναι) + κατάλ. -ή].
Greek Monotonic
ῥᾰφή: ἡ (ῥάπτω)·
1. ραφή, ράψιμο, συναρμογή, Λατ. sutura, σε Ομήρ. Οδ.
2. ραφή των οστών του κρανίου, σε Ηρόδ.· ῥαφαὶ ὀστέων, σε Ευρ.
Middle Liddell
ῥᾰφή, ἡ, ῥάπτω
1. a seam, Lat. sutura, Od.
2. the suture of the skull, Hdt.; so, ῥαφαὶ ὀστέων Eur.