ῥᾷστος

Revision as of 12:25, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (36)

English (LSJ)

   A v. ῥᾴδιος.

German (Pape)

[Seite 835] superl. zu ῥᾴδιος, w. m. s.

French (Bailly abrégé)

η, ον :
v. ῥᾴδιος.

Greek Monolingual

-άστη, -ον, και ῥέϊστος και δωρ. τ. ῥάϊστος, -ΐστη, -ον, και ιων. τ. ῥηΐτατος, -άτη, -ον, Α
(υπερθ. τ.) πάρα πολύ εύκολος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ῥᾶ (I)].