A v. ῥᾴδιος.
[Seite 835] superl. zu ῥᾴδιος, w. m. s.
η, ον :v. ῥᾴδιος.
-άστη, -ον, και ῥέϊστος και δωρ. τ. ῥάϊστος, -ΐστη, -ον, και ιων. τ. ῥηΐτατος, -άτη, -ον, Α(υπερθ. τ.) πάρα πολύ εύκολος.[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ῥᾶ (I)].