ῥᾴδιος
Ἀναξαγόρας δύο ἔλεγε διδασκαλίας εἶναι θανάτου, τόν τε πρὸ τοῦ γενέσθαι χρόνον καὶ τὸν ὕπνον → Anaxagoras used to say that we have two teachers for death: the time before we were born and sleep | Anaxagoras said that there are two rehearsals for death: the time before being born and sleep
English (LSJ)
(ῥαιδιος correctly in early texts, PCair.Zen.367.20 (iii B.C.), etc., later ῥαδ-, Diog.Oen.10, etc.), α, ον: Ep. and Ion. ῥηΐδιος [ῐδ], η, ον, as always in Hom.; ῥῄδιος, η, ον, Thgn.574,577 (v. infr. B):—Degrees of Comparison: ῥᾳδιώτερος is cited from Hyp. by Poll.5.107, perhaps by error for ῥᾳδιέστερος, which occurs in Hyp. Fr.86, Arist.Pr.870b37 (as adverb), Plb.11.1.1, 16.20.4. Adv.
A ῥᾳδιέστατα Ph.Bel.96.33:—but the form ῥᾴων, ῥᾷον is more common, Th.5.36, etc.; Ion. ῥηΐων, ῥήϊον, (v. infr. B); Ep. ῥηΐτερος Il.18.258, 24.243, etc.; contr. ῥῄτερος Thgn.1370; Dor. ῥᾴτερος Pi.O.8.60 (ῥαΐτερον codd.); a form ῥᾴσσων in EM158.15: ῥᾳότερον, gloss on εὐπετέστερον, Erot.p.35 N.: Sup., Att. ῥᾷστος, ῥᾷστη, ῥᾷστον; Dor. ῥάϊστος Theoc.11.7 (Adv.); Ion. and Ep. ῥήϊστος Od.4.565; contr. ῥῇστος Timo 67.2 (Adv.); Ep. ῥηΐτατος, v. infr. B. ΙΙΙ fin.: (v. ῥᾶ, ῥέα, ῥεῖα):—easy, ready, and so easy to make or easy to do, opp. χαλεπός (Arist.Rh.1363a23); ῥηΐδιόν τι ἔπος a word easy to understand and follow, Od.11.146, cf. h.Ap.534; οἶμος ῥηϊδίη = an easy road, Hes.Op.292; ταχὺς γὰρ Ἅιδης ῥᾷστος ἀνδρὶ δυστυχεῖ, i.e. least painful, E.Hipp.1047: c. inf., τάφρος περῆσαι ῥηϊδίη = easy to pass over, Il.12.54; ῥηΐτεροι πολεμίζειν ἦσαν Ἀχαιοί easier to fight with, 18.258; ῥηΐτεροι . . Ἀχαιοῖσιν ἐναιρέμεν easier for them to slay, 24.243; οὐ ῥηΐδι' ἐστὶ θεῶν ἐρικυδέα δῶρα ἀνδράσι γε θνητοῖσι δαμήμεναι 20.265; ῥᾴονι ἂν ἐχρώμεθα τῷ Φιλίππῳ we should have found Philip easier to resist, D.1.9.
2 ῥᾴδιόν ἐστι = it is easy, c. inf., ῥᾴδιον πόλιν σεῖσαι καὶ ἀφαυροτέροις Pi.P.4.272; τοῖς γὰρ δικαίοις ἀντέχειν οὐ ῥᾴδιον S.Fr.78, cf. Ph.1395, Ar.Th.68, Th. 6.21, etc.: c. acc. et inf., τύραννον εὐσεβεῖν οὐ ῥᾴδιον S.Aj.1350, cf. X.HG6.2.10; χαλεπὸν τὸ ποιεῖν, τὸ δὲ κελεῦσαι ῥ. Philem.27; τὸ ἐπιτιμᾶν ῥ. καὶ παντὸς εἶναι D.1.16; ῥᾷον παραινεῖν ἢ παθόντα καρτερεῖν Men.Mon.471, etc.: ῥᾷστοί εἰσιν ἀμύνεσθαι,= ῥᾴδιόν ἐστιν αὐτοὺς ἀμύνεσθαι, Th.4.10; ῥᾷσται ἐς τὸ βλάπτεσθαι (sc. αἱ νῆες) Id.7.67.
b also ῥᾴδιόν ἐστι = it is a light matter, you think little of doing, παρ' ὑμῖν ῥ. ξενοκτονεῖν E.Hec.1247.
3 Adv. phrase, ἐκ ῥᾳδίας = easily, Plot. 4.8.1.
II easy-going, adaptable, ῥ. ἤθεα E.Hipp.1116 (lyr.); in bad sense, reckless, unscrupulous, ῥᾴδιος τὸν τρόπον Luc.Merc.Cond.40, cf. Alex.4; ῥᾴδιος τὼ ὀφθαλμώ = having a roving eye, Alciphr.1.6; cf. B. 1.2, ῥᾳδιουργός.
2 ῥᾴων γενέσθαι to be easier, get better, of a sick person, Hp.Loc.Hom.34; ὡσπερεὶ ῥᾴων ἔσομαι shall feel easier, better, D.45.57; ταῦτ' ἢν ποιῇς, ῥ. ἔσει Theopomp.Com.62; Εὐριπίδου μνήσθητι, καὶ ῥ. ἔσει Philippid.18.
B Adv. ῥᾳδίως, Aeol. βραϊδίως Theoc.30.27; Ep. and Ion. ῥηϊδίως, as always in Hom.; ῥηδίως Herod.7.69:—easily, readily, Il.4.390, al., Hes.Op.43, Hdt.9.2, etc.; in Trag. and Att. freq. ῥᾳδίως φέρειν bear lightly or with equanimity, make light of a thing, E.Andr.744, etc.; ῥᾳδίως προσίσταται ib.232; ῥᾳδίως ἀπολείπειν to leave not unwillingly, Th. 1.2; ῥᾳδίως ἀπαλλάττοιντο αὐτῶν Pl.Phd.63a.
2 in bad sense, lightly, recklessly, ῥᾳδίως περὶ μεγάλων βουλεύεσθαι Th.1.73, cf. Pl.Lg.917b; ῥᾳδίως οὕτως = in this easy way, in this thoughtless way, Id.R.377b, 378a; ῥ. τολμῶσι λέγειν Lys.19.49.
3 of things, ταλάντου ῥᾳδίως ἄξιος easily, fully worth a talent, Is.8.35; οὐ ῥᾳδίως = hardly, scarcely, Plu.Lyc.31, cf. 2.39b.
II Comp., ῥᾷον φέρειν Th.8.89; ῥᾷον ὀμνύναι κἀπιορκεῖν ἢ ὁτιοῦν = they thought less of swearing and perjuring themselves than of anything else in the world, D.54.39; Ion. ῥήϊον Hp.Int.12; also ῥηϊτέρως, Id.Mul.1.1,26.
III Sup. ῥᾷστα, especially in phrases, ῥᾷστα φέρειν S.OT983; ὡς ῥᾷστα φέρειν A.Pr.104, E.Hel.254, cf. Supp.954, etc.; ῥᾷστα τε καὶ ἥδιστα βιοτεύειν X.Mem.2.1.9; later, ἐκ τοῦ ῥᾴστου D.H.Comp.25, Plu.Fab.11: Ep. ῥηΐτατα Od.19.577.
German (Pape)
[Seite 831] bei den Att. auch 2 Endgn, wie Eur. Med. 1375, ep. u. ion. ῥηΐδιος, bei Theogn. auch ῥῄδιος, leicht, ohne Mühe, Schwierigkeit, dah. leicht zu machen, zu thun, leicht von Statten gehend; τάφρος οὔτε περῆσαι ῥηϊδίη, Il. 12, 54; für Einen, τινί, οὐ ῥηΐδι' ἐστὶ θεῶν ἐρικυδέα δῶρα ἀνδράσι γε θνητοῖσι δαμήμεναι, 20, 265; Od. 16, 211; ῥηΐ. διόν τοι ἔπος, ein dir leichtes, leichtverständliches Wort, 11, 146; οἶμος ῥηϊδίη, ein leichter, bequemer Pfad, Hes. O. 294, wie Plat. καὶ εὔπορος ὁδός, Rep. I, 328 c; ῥᾴδιον μὲν γὰρ πόλιν σεῖσαι καὶ ἀφαυροτέροις, Pind. P. 4, 272; τόν τοι τύραννον εὐσεβεῖν οὐ ῥᾴδιον, Soph. Ai. 1329; οὐ ῥᾴδιον λόγχῃ μιᾷ στῆσαι τρόπαια τῶν κακῶν, Eur. Or. 711; u. so auch in Prosa häufig mit folgdm int., vgl. Plat. Phaedr. 250 a Theaet. 199 e u. sonst; ῥᾴδια ἰδεῖν, Xen. Cyr. 8, 4, 16, ῥᾴδιόν τινι μαθεῖν, leicht zu lernen, Lac. 11, 7; Mem. 3, 11, 16; mit acc. c. inf., Hell. 6, 2, 10; ῥᾴδιοι ὅρμοι, Eur. I. T. 788, ῥᾴδια ἤθεα, Hipp. 1117, in tadelndem Sinne, leichtsinnig, leichtfertig; aber auch von Personen, bereitwillig, gefällig, nachgiebig, wie tacilis, vgl. ῥᾴονι καὶ πολὺ ταπεινοτέρῳ χρῆσθαι Φιλίππῳ, Dem. 1, 9; ῥᾴδιος τὸν τρόπον, Luc. merc. cond. 40. – Nach Poll. 7, 94 sind ῥᾴδια ποικίλον καὶ πολυέλικτον ὑπόδημα bei Plat. u. Phereer. – Der regelmäßige compar. ῥᾳδιώτερος wird von Poll. 5, 107 aus Hyperid. angeführt (s. nachher); ῥᾳδιώτατος scheint gar nicht vorzukommen; gew., wie von ῥαισ, ῥηισ (s. ῥᾴ), ῥᾴων, ion, ῥηΐων, ῥήϊον, u. bei Hom. ῥηΐτερος, Il. 18, 258. 24, 243; dor. ῥᾴτερον, Pind. Ol. 8, 60; superl. ῥᾷστος, ion.-ep. ῥήϊστος, Od. 4, 565; auch ῥηΐτατος, 19, 577. 21, 75; ῥᾴων ὁδός, Plat. Phaedr. 272 b; ῥᾴστη τεχνῶν, Polit. 292 e; – ῥᾳδιέστερος haben Sp., wie Pol. 11, 1, 1. 16, 20, 4; auch Hyperid. bei Ath. X, 424 d; Arist. probl. 2, 42; – ῥᾳότερος wird von Phryn. als schlechte Form angeführt, s. Lob. p. 402; – ὥσπερ ῥᾴων ἔσομαι, es wird mir leichter zu Muthe sein, Dem. 45, 57; ῥᾴων ἐγίγνετο, er wurde besser, von Erholung nach schwerer Krankheit, Sp.; dah. Suid. εὐθυμότερος, ἀπήμων erkl. – Adv. ῥᾳδίως, ion. u. ep. ῥηϊδίως, Il. 4, 390. 9, 184 u. oft in der Od.; τὴν πεπρωμένην δὲ χρἡ αἶσαν φέρειν ὡς ῥᾷστα, Aesch. Prom. 104, wie ῥᾷστα τὸν βίον φέρειν Soph. O. R. 983; ῥᾷον νόσον οἴσεις, Eur. Hipp. 205; τὸν βίον χρὴ ὡς ῥᾷστα διεκπερᾶν, Suppl. 954; ῥᾳδίως λόγους ποιεῖς, Plat. Phaedr. 275 b; oft mit φέρειν, wie Eur. Bacch. 640; Xen. Mem. 2, 2, 9 u. A.; auch = leichtsinnig, unüberlegt, temere, Plat. Legg. XII 917 b, vgl. Apol. 24 c Charm. 172 d; ῥᾳδίως διαλέγεσθαι, im Gegensatz von ὀκνεῖν, Xen. Mem. 3, 7, 7; ῥᾷστα καὶ ἥδιστα βιοτεύειν, 2, 1, 9; – ῥᾷον wird in vielen Vrbdgn als Positiv angesehen, wie Dem. 16, 24, καὶ πολύ γε ῥᾷον; vgl. Lob. Phryn. 403; während umgekehrt auch ῥᾴδιον als compar. gilt, s. Lob. a. a. O.
French (Bailly abrégé)
α ou poét. ος, ον :
I. facile, aisé, commode : ῥᾴδιόν ἐστι avec l'inf. il est facile de, etc.
II. en parl. du caractère ou de l'intelligence;
1 d'humeur facile, accessible, complaisant, accommodant;
2 en mauv. part léger, inconsidéré, frivole;
3 au mor. léger, sans scrupules;
Cp. ῥᾴων, Sp. ῥᾷστος.
Étymologie: contr. p. ῥαΐδιος, apparenté à ῥέζω faire ; cf. lat. facilis et facere.
Russian (Dvoretsky)
ῥᾴδιος: 3, редко 2, эп.-ион. ῥηΐδιος 3 (compar. ῥᾴων, ῥᾷον - эп. ῥηίτερος; superl. ῥᾷστος - эп.-ион. ῥήϊστος, эп. тж. ῥηΐτατος)
1 легкий, нетрудный (ἔπος Hom.; οἶμος Hes.; ὁδός Plat.; βίος Men.; τάφρος ῥηϊδίη περῆσαι Hom.): ῥηΐτεροι πολεμίζειν ἦσαν Ἀχαιοί Hom. (тогда) легче было воевать с ахейцами; ῥᾷστος ἐς τὸ βλάπτεσθαι Thuc. весьма легко поражаемый, крайне уязвимый; οὐ ῥᾴδιον μὴ ἐπαινεῖν σε Plat. трудно не похвалить тебя; ῥᾴων ἔσομαι Dem. мне будет легче (на душе); ῥᾴονι χρῆσθαί τινι Dem. легче совладать с кем-л.;
2 легкомысленный, беспечный, беззаботный (ἤθεα Eur.): ῥ. τὸν τρόπον Luc. легкомысленного характера.
Greek (Liddell-Scott)
ῥᾴδιος: α, ον· παρ’ Ἀττικ. καὶ ος, ον Εὐριπ. Μήδ. 1375· Ἐπικ. καὶ Ἰωνικ. ῥηίδιος, -η, -ον, [ῐ], ὡς ἀεὶ παρ’ Ὁμ.· παρὰ Θεόγνιδι· ὡσαύτως ῥῄδιος, η, ον (ἀλλ’ ἴδε κατωτ.). - Βαθμοὶ παραθέσεως: τὸ ὁμαλὸν συγκριτ. ῥᾳδιώτερος (ὅπερ ἀπαντᾷ παρὰ τοῖς Βυζ.) μνημονεύεται ἐκ τοῦ Ὑπερείδ. ὑπὸ Πολυδ. Ε΄, 107, ἴσως ἡμαρτημένως ἀντὶ ῥᾳδιέστερος, ὅπερ εὕρηται παρ’ Ὑπερείδῃ ἐν Ἀθην. 424D, Ἀριστ. Προβλ. 2. 42, 2, Πολύβ. 11. 1, 1., 16. 20, 4· - ἀλλ’ ὁ τύπος ῥᾴων, ῥᾷον (ἐκ τοῦ ῥᾷ) εἶναι συνηθέστερος, Θουκ. 5. 36, κτλ.· Ἰωνικ. ῥηίων, ῥήιον, Ἱππ. 538. 26· Ἐπικ. ῥηίτερος Ἰλ. Σ. 258, Ω. 243· συνῃρ. ῥῄτερος Θέογν. 1370 (καὶ ὁ Lachm. ἀποκαθίστησι τὸν τύπον τοῦτον ἀντὶ τοῦ ῥῄδιος ἐν στ. 574, 577)· Δωρικ. ῥᾴτερος Πινδ. Ο. 8. 78 (πρβλ. Böckh διάφ. γραφ. ἐν 60, Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 402)· ὁ τύπος ῥᾴσσων μνημονεύεται παρὰ τῷ Μεγάλῳ Ἐτυμολόγῳ 158. 15: - ὑπερθ. ῥᾷστος, η, ον, Ἀττ.: Ἰων. καὶ Ἐπικ. ῥήιστος, Ὀδ. Δ. 565, Δωρικ. ῥάϊστος Θεόκρ. 11. 7· συνῃρ. ῥῇστος Τίμωνος Ἀποσπ. 41· Ἐπικ. ῥηίτατος, ἴδε κατωτ. Β. ΙΙΙ ἐν τέλ.· ὁ ὁμαλὸς τύπος ῥᾳδιώτατος μόνον παρὰ τῷ Θεοδ. Προδρ.· πρβλ. ὡσαύτως τὸ ῥᾷος. (Ἴδε ῥᾷ, ῥέα, ῥεῖα). Εὔκολος, ἕτοιμος· ὅθεν ἕτοιμος νὰ ποιήσῃ ἢ νὰ πράξῃ τι, ἀντίθετον τῷ χαλεπός (Ἀριστ. Ρητορ. 1. 6, 27), οὐδ’ ἐνόησε ... ὡς οὐ ῥηΐδι’ ἐστὶ θεῶν ἐρικυδέα δῶρα ἀνδράσι γε θνητοῖσι δαμήμεναι κτλ. Ἰλ. Υ. 265, Ὀδ. Π. 221· ῥηίδιόν τοι ἔπος ἐρέω, θά σοι εἴπω λόγον εὔκολον, ὃν εὐκόλως δύνασαι νὰ καταλάβῃς, Λ. 146, πρβλ. Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἀπόλλ. 534· οἶμος ῥηιδίη, εὔκολος ὁδός, εὐδιάβατος, Ἡσιόδ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 290· ταχὺς γὰρ Ἄιδης ῥᾷστος ἀνδρὶ δυστυχεῖ Εὐρ. Ἱππ. 1047· - μετ’ ἀπαρ., τάφρος ῥηιδίη περῆσαι, ἣν εὐκόλως δύναται νὰ περάσῃ τις, Ἰλ. Μ. 54· ὄφρα μὲν οὗτος ἀνὴρ Ἀγαμέμνονι μήνιε δίῳ, τόφρα δὲ ῥηίτεροι πολεμίζειν ἦσαν Ἀχαιοί, ὅτε οὗτος ὁ ἀνὴρ ἐμνησικάκει τῷ ἐνδοξοτάτῳ Ἀγαμέμνονι, τότε ἦτο εὐκολώτερον νὰ πολεμῇ τις τοὺς Ἕλληνας, Σ. 258· ῥηίτεροι ... Ἀχαιοῖσιν ἐναιρέμεν, εὐκολώτερον εἰς αὐτοὺς νὰ φονεύσωσιν, Ω. 243, πρβλ. Ὀδ. Π. 211. 2) ῥᾴδιόν ἐστι, εἶναι εὔκολον, μετ’ ἀπαρεμφ., ῥᾴδιον πόλιν σεῖσαι ἀφαυροτέροις Πινδ. Π. 4. 484· τοῖς γὰρ δικαίοις ἀντέχειν οὐ ῥᾴδιον Σοφ. Ἀποσπ. 99, πρβλ. Φιλ. 1395, Ἀριστοφ. Θεσμ. 68, Λουκ. 6. 21, Πλάτ., κλ.· μετ’ αἰτ. καὶ ἀπαρεμφ., τύραννον εὐσεβεῖν οὐ ῥᾴδιον Σοφ. Αἴ. 1350, πρβλ. Ξεν. Ἑλλην. 6. 2, 10· χαλεπὸν τὸ ποιεῖν, τὸ δὲ κελεῦσαι ῥ. Φιλήμων ἐν «Ἐφεδρίταις» 2· ῥᾷον παραινεῖν ἢ παθόντα καρτερεῖν Μενάνδρου Μονόστ. 471, κτλ.· - ὡσαύτως, ῥᾷστοί εἰσιν ἀμύνεσθαι = ῥᾴδιόν ἐστιν αὐτοὺς ἀμύνεσθαι, Θουκ. 4. 10· ὡσαύτως, ῥᾷσται ἐς τὸ βλάπτεσθαι (δηλ. αἱ νῆες) ὁ αὐτ. 7. 67. β) ὡσαύτως, ῥᾴδιόν ἐστι, εὔκολον πρᾶγμα, τάχ’ οὖν παρ’ ὑμῖν ῥᾴδιον ξενοκτονεῖν, ἴσως παρ’ ὑμῖν (τοῖς βαρβάροις) δὲν θεωρεῖται κακὸν νὰ φονεύῃ τις τοὺς ξενιζομένους, Εὐρ. Ἑκ. 1247· τὸ ἐπιτιμᾶν ῥ. καὶ παντὸς εἶναι Δημ. 13. 27. ΙΙ. ἐπὶ προσώπων, εὔκολος, ἕτοιμος, πρόθυμος, «ὑποχρεωτικός», Λατιν. facilis, commodus, ῥᾴονι χρῆσθαι τῷ Φιλίππῳ ὁ αὐτ. 11. 21· οὕτω, ῥ. ἥθεα Εὐρ. Ἱππόλ. 1115· ῥᾴδιος τὸν τρόπον Λουκ. Μισθ. Συνόντ. 40. 2) ἐπὶ κακῆς σημασίας, ἀπερίσκεπτος, ἀμελής, ἀδιάφορος, ὁ αὐτ. ἐν Ἀλεξ. 4· πρβλ. Β. Ι. 2, ῥᾳδιουργός. 3) ῥᾴων γίγνομαι, γίνομαι ἡσυχώτερος, βελτιοῦμαι κατὰ τὴν ὑγείαν, «καλλιτερεύω», ἐπὶ ἀνθρώπου νοσοῦντος, Ἱππ. 419. 43, (καὶ ἐπὶ πόνου, ἢν δὲ μὴ ῥᾷον ᾖ αὐτόθι 45)· ὥσπερ ῥ. ἔσομαι, θὰ αἰσθανθῶ ἐμαυτὸν εἰς καλλιτέραν κατάστασιν, Δημ. 1118, 29· ταῦτ’ ἢν ποιῇς, ῥ. ἔσει· Θεόπομπ. Κωμῳδοποιὸς ἐν «Φινεῖ» 1· Εὐριπίδου μνήσθητι, καὶ ῥ. ἔσει Φιλιππίδης ἐν «Φιλαδέλφοις» 1· πρβλ. ῥαΐζω. Β. Ἐπίρρ. ῥᾳδίως, Ἐπικ. καὶ Ἰωνικ. ῥηιδίως, ὡς ἀείποτε παρ’ Ὁμ., εὐκόλως, εὐχερῶς, ἑτοίμως, προθύμως, Ὅμηρ., Ἡρόδ., κλ.· παρ’ Ἀττικ. συχνάκις, ῥᾳδίως φέρω, φέρω εὐχερῶς, Εὐρ. Ἀνδρ. 744, κτλ.· ῥ. ἀνέχεσθαι αὐτόθι 232· ῥ. ἀπολείπειν, εὐχερῶς, Θουκ. 1. 2. 2) ἐπὶ κακῆς σημασίας, εὐκόλως, μετ’ ἐλαφρότητος, ἀπερισκέπτως, ἀστοχάστως, ῥ. περὶ μεγάλων βουλεύεσθαι αὐτόθι 73, πρβλ. Πλάτ. Νόμ. 917Β· ῥᾳδίως οὕτω, κατὰ τὸν ἀπερίσκεπτον τοῦτον καὶ εὔκολον τρόπον, ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 377B, 378A. 3) ἐπὶ πραγμάτων, ἀγρὸν … ταλάντου ῥᾳδίως ἄξιον, εὐκόλως δυνάμενον νὰ πωληθῇ ἓν τάλαντον, Ἱσαῖ. 72. 35· οὐ ῥᾳδίως, μόλις, δυσκόλως, Πλουτ. Λυκοῦργ. 31, πρβλ. Wytt. 2. 39B. ΙΙ. Συγκρ. ῥᾷον φέρειν Θουκ. 8. 87· ῥᾷον ὀμνύναι καὶ ἐπιορκεῖν ἢ ὁτιοῦν Δημ. 1269. 13· Ἰων. ῥήιον Ἱππ. 538. 26· ὡσαύτως ῥηιτέρως, αὐτόθι 588. 23., 601. 10. ΙΙΙ. ὑπερθ. ῥᾷστα, μάλιστα ἐν ταῖς φράσεσι, ῥᾷστα φέρειν Σοφ. Ο. Τ. 320, 983· ὡς ῥᾷστα φέρειν Αἰσχύλ. Πρ. 104, Σοφ. Ἀποσπ. 236, πρβλ. Εὐρ. Ἱκέτ. 954, Θουκ. 3. 82, κτλ.· ῥ. τε καὶ ἥδιστα βιοτεύειν Ξεν. Ἀπομν. 2. 1, 9· παρὰ μεταγεν., ἀπὸ τοῦ ῥᾴστου, ἐκ τοῦ ῥ. Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 25, Πλουτ. Φάβ. 11. - Ἐπικ. ῥηίτατα Ὀδ. Τ. 577, Φ. 75.
English (Slater)
ῥᾴδῐος easy τὸ διδάξασθαι δέ τοι εἰδότι ῥᾴτερον (Boeckh: ῥαίτερον codd.) (O. 8.60) ῥᾴδιον μὲν γὰρ πόλιν σεῖσαι καὶ ἀφαυροτέροις (P. 4.272)
Greek Monolingual
και ῥαίδιος και ῥάδιος, -ία, -ον, και επικ. και ιων. τ. ῥηΐδιος και ῥῄδιος, -ίη, -ον, Α
1. εύκολος, ιδίως αυτός που γίνεται ή τελείται εύκολα («τάφρος... οὔτε περῆσαι ῥηιδίη», Ομ. Ιλ.)
2. προσφυής, κατάλληλος («ῥᾴδια... ἤθεα», Ευρ.)
3. απερίσκεπτος, απρόσεκτος ή αμελής («ῥᾴδιος τὸν τρόπον καὶ πρὸς πᾶσαν ἀδικίαν εὔκολος», Λουκιαν.)
4. (για πρόσ.) έτοιμος ή πρόθυμος για κάτι
5. φρ. α) «ῥᾴδιόν [ἐστι]» (με απαρμφ.)
i) είναι εύκολο να
ii) είναι ασήμαντο
β) «ἐκ ῥᾳδίας»
(με επιρρμ. σημ.) εύκολα
6. παροιμ. φρ. «φύσιν πονηρὰν μεταβαλεῖν οὐ ῥᾴδιον» — είναι αδύνατον να διορθωθεί ο κακός και διεστραμμένος χαρακτήρας.
επίρρ...
ῥᾳδίως ΜΑ, και αιολ. τ. βραϊδίως και επικ. και ιων. τ. ῥηϊδίως και ῥηδίως Α
1. με εύκολο τρόπο, ευχερώς («τοὺς σοὺς... μύθους ῥαδίως ἐγὼ φέρω», Ευρ.)
2. με ετοιμότητα ή με προθυμία
αρχ.
1. με απερισκεψία, με επιπολαιότητα («ὅπως μὴ ῥᾳδίως περὶ μεγάλων πραγμάτων... βουλεύσησθε», Θουκ.)
2. φρ. «οὐ ῥᾳδίως» — μόλις και με δυσκολία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επίρρ. ῥᾶ (Ι) / ῥῆα «εύκολα, χωρίς κόπο» + επίθημα -ίδιος (πρβλ. αιφνίδιος)].
Greek Monotonic
ῥᾴδιος: -α, -ον, Αττ. επίσης -ος, -ον· Επικ. και Ιων. ῥηΐδιος, -η, -ον[ῐ]· συγκρ. ῥᾴων, ῥᾷον (από √ΡΑ), Ιων. ῥηΐων, ῥήῖον, Επικ. ῥηΐτερος, συνηρ. ῥῄτερος, Δωρ. ῥᾴτερος — υπερθ. ῥᾷστος, -η, -ον, Ιων. και Επικ. ῥήϊστος, Δωρ. ῥάϊστος, Επικ. ῥηΐτατος· Α. I. 1. εύκολος, έτοιμος, έτοιμος να κάνει ή να πράξει κάτι, αντίθ. προς το χαλεπός, σε Όμηρ. κ.λπ.· ῥηίδιόν τοι ἔπος ἐρέω, θα σου πω λόγια εύκολα, για να μπορέσεις να τα καταλάβεις, σε Ομήρ. Οδ.· με απαρ., τάφρος ῥηϊδίη περῆσαι, εύκολη στη διάβαση, σε Ομήρ. Ιλ.· ῥηΐτεροι πολεμίζειν, τότε ήταν ευκολότερο να πολεμά κάποιος με αυτούς, στο ίδ. 2. α) ῥᾴδιόν ἐστι, είναι εύκολο (να γίνει κάτι), με απαρ., σε Πίνδ., Θουκ.· με αιτ. και απαρ., τύραννον εὐσεβεῖν οὐ ῥᾴδιον, σε Σοφ.· επίσης, ῥᾷστοί εἰσιν ἀμύνεσθαι = ῥᾴδιόν ἐστιν αὐτοὺς ἀμύνεσθαι, σε Θουκ. β) επίσης, ῥᾴδιόν ἐστι, είναι εύκολο πράγμα, είναι εύκολη υπόθεση· παρ' ὑμῖν ῥᾴδιον ξενοκτονεῖν, σε Ευρ.
II. λέγεται για πρόσωπα, εύκολος, πρόθυμος, Λατ. facilis, commodus, σε Δημ.· με αρνητική σημασία, απερίσκεπτος, αμελής, αδιάφορος, σε Λουκ. Β. Επίρρ. ῥᾳδίως, Αιολ. βραϊδίως,Επικ. και Ιων. ῥηῖδίως,
I. 1. εύκολα, με ευχέρεια, πρόθυμα, θεληματικά, σε Όμηρ. κ.λπ.· ῥᾳδίως φέρειν, φέρω με ευχέρεια, φέρω εύκολα (κάτι), σε Ευρ. κ.λπ.
2. με αρνητική σημασία, με ελαφρότητα, απερίσκεπτα, αψήφιστα, τολμηρά, ασυλλόγιστα, σε Θουκ.· ῥᾳδίως οὕτω, κατά τον εύκολο και απερίσκεπτο αυτόν τρόπο, σε Πλάτ.
II. συγκρ. ῥᾷον φέρειν, σε Θουκ.
III. υπερθ. ῥᾷστα, ιδίως σε φράσεις όπως, ῥᾷστα φέρειν, σε Σοφ.· ὡς ῥᾷστα φέρειν, σε Αισχύλ.· ρᾷστά τε καὶ ἥδιστα βιοτεύειν, σε Ξεν.
Middle Liddell
ῥᾴδιος, η, ον
I. easy, ready, easy to make or do, opp. to χαλεπός, Hom., etc.; ῥηίδιόν τοι ἔπος a word easy for thee to understand, Od.:—c. inf., τάφρος ῥηιδίη περῆσαι easy to pass over, Il.; ῥηίτεροι πολεμίζειν easier to fight with, Il.
2. ῥᾴδιόν ἐστι it is easy to do a thing, c. inf., Pind., Thuc.; c. acc. et inf., τύραννον εὐσεβεῖν οὐ ῥᾴδιον Soph.; also, ῥᾷστοί εἰσιν ἀμύνεσθαι = ῥᾴδιόν ἐστιν αὐτοὺς ἀμύνεσθαι, Thuc.
b. also, ῥᾴδιόν ἐστι it is a light matter, you think little of doing, παρ' ὑμῖν ῥ. ξενοκτονεῖν Eur.
II. of persons, easy, complaisant, Lat. facilis, commodus, Dem.:—in bad sense, reckless, Luc.
B. adv. ῥᾳδίως, epic and ionic ῥηιδίως, easily, lightly, readily, willingly, Hom., etc.; ῥᾳδίως φέρειν to bear lightly, make light of a thing, Eur., etc.
2. in bad sense, lightly, recklessly, rashly, Thuc.; ῥᾳδίως οὕτω in this easy, thoughtless way, Plat.
II. comp., ῥᾷον φέρειν Thuc.
III. Sup. ῥᾷστα, especially in phrases, ῥᾷστα φέρειν Soph.; ὡς ῥᾷστα φέρειν Aesch.
Frisk Etymology German
ῥᾴδιος: {rhāídios}
See also: s. ῥα̃.
Page 2,638
English (Woodhouse)
affable, cheerful, conciliatory, easy, mild, obliging, open to
Lexicon Thucydideum
facilis, easy, 1.82.6, 1.99.2, 3.97.1, 4.27.5. 4.28.1. 4.108.1, [vulgo commonly ῥάδία] 5.63.1. 5.64.4. 6.9.3, 6.17.2, 6.21.2, 6.21.27.44.1. 7.47.4. 7.75.6, 8.87.2.
COMP. 5.36.1, 6.20.2. 6.42.1, 7.4.4, [boni codd. good manuscripts ῥᾷον] 7.84.2.
SUP. 4.10.3, 7.67.3, [nonnulli codd. several manuscripts ῥᾷστα] [praeterea vulgo moreover in the common texts 4.10.3, ubi nunc where now ῥᾳδίως.]
Translations
easy
Afrikaans: maklik; Albanian: i lehtë; Amharic: ቀላል; Arabic: سَهْل; Egyptian Arabic: سهل; Aragonese: fázil; Armenian: հեշտ; Aromanian: lishor, licshor, ljiushor; Assamese: সহজ; Asturian: fácil; Azerbaijani: asan, rahat, qolay; Bashkir: еңел; Basque: erraz; Belarusian: лёгкі; Bengali: সহজ, সহল; Breton: aes; Brunei Malay: sanang; Bulgarian: лесен; Burmese: လွယ်; Catalan: fàcil; Cebuano: sayon; Chechen: аьтта; Chinese Cantonese: 容易, 易; Mandarin: 容易, 簡單, 简单; Chukchi: мыркуԓьын; Chuvash: ҫӑмӑл; Czech: snadný, jednoduchý, lehký; Danish: let, nem; Dutch: makkelijk, gemakkelijk; East Central German: aafach; Esperanto: facila; Estonian: kerge, lihtne; Finnish: helppo; French: facile, simple, fastoche, aisé; Galician: doado, fácil, azoso; Georgian: ადვილი, მარტივი, იოლი; German: leicht, einfach; Gothic: *𐌰𐌶𐌴𐍄𐍃; Greek: εύκολος; Ancient Greek: εὐμαρής, εὐπετής, εὔκολος, εὐχερής, ῥᾴδιος, ῥῄδιος; Gujarati: સરળ; Haitian Creole: fasil; Hebrew: קַל, פָּשׁוּט; Hindi: सरल, आसान, सुलभ; Hungarian: könnyű; Icelandic: einfaldur, léttur, auðvelt; Ido: facila; Indonesian: mudah, gampang; Interlingua: facile; Irish: furasta, éasca, áiseach; Italian: facile; Japanese: 簡単な, 易しい, 容易な, 容易い, 易い; Kazakh: оңай, жеңіл; Khmer: មានភាពងាយស្រួល, ងាយ, ស្រួល; Korean: 쉬운, 쉽다, 용이하다, 간단하다; Kurdish Northern Kurdish: hêsan; Kyrgyz: жеңил, оңой; Lao: ງ່າຍ; Latin: facilis; Latvian: viegls; Lithuanian: lengvas; Macedonian: лесен; Malay: mudah; Maltese: faċli; Maori: māmā, ngāwari, waingōhia, mārū; Marathi: सुलभ; Mingrelian: ანდვილი; Mongolian: хөнгөн, хялбар; Norwegian: lett, enkel; Occitan: aisit, facil; Old English: īeþe; Oromo: salpha; Ottoman Turkish: قولای; Persian: آسان, راحت; Polish: łatwy, lekki, prosty; Portuguese: fácil; Punjabi: ਅਸਾਨ; Quechua: jasa; Romanian: ușor; Russian: лёгкий, простой; Sanskrit: सुलभ, सरल, लघु; Scottish Gaelic: soirbh, furasda; Serbo-Croatian Cyrillic: лак; Roman: lak; Sinhalese: ලේසි; Slovak: jednoduchý, ľahký; Slovene: lahek; Sorbian Lower Sorbian: lažki; Upper Sorbian: lochki; Southern Altai: јеҥил; Spanish: fácil; Sranan Tongo: makriki, kumakriki; Swahili: rahisi; Swedish: lätt; Sylheti: ꠀꠍꠣꠘ; Tagalog: madaling, madali; Tajik: осон; Tatar: җиңел; Telugu: సులభము, సుళువు, సులువు; Thai: ง่าย; Turkish: kolay, rahat; Turkmen: aňsat; Ukrainian: легкий; Urdu: آسان, سرل; Uyghur: ئاسان, ئوڭاي; Uzbek: oson, qulay, yengil; Vietnamese: dễ dàng, dễ; Walloon: åjhey, åjheye; Welsh: rhwydd, hawdd; West Frisian: maklik; Wolof: yomb; Yiddish: גרינג; Zazaki: rehat