ῥαφάνινος

Revision as of 12:25, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (36)

English (LSJ)

η, ον,

   A of radish, ἔλαιον Dsc.1.37, PAmh.2.93.10 (ii A.D.), Gal.11.750: ῥαφάνινον alone, PFay.240 (i B.C.).

German (Pape)

[Seite 835] von Rettig gemacht, Diosc.

Greek (Liddell-Scott)

ῥαφάνῐνος: -η, -ον, ὁ ἐκ ῥαφανίδων, ἔλαιον Διοσκ. 1. 45.

Spanish

de rábano

Greek Monolingual

και ῥεφάνινος, -ίνη, -ον, Α
παρασκευασμένος από ραφανίδα («ῥαφάνινον ἔλαιον», Διοσκ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥάφανος / ῥέφανος + κατάλ. -ινος (πρβλ. ξύλ-ινος)].