και ρεφραίν, το, Νάκλ.1. το ύστερα από μία ή περισσότερες στροφές επαναλαμβανόμενο μέρος ποιήματος ή τραγουδιού, η επωδός2. μτφ. καθετί που επαναλαμβάνεται στερεότυπα.[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. refrain < ρ. refraindre «τσακίζω»].