[Seite 837] ὁ, der eine Decke, ein Gewand färbt, Hesych.
ὁ, Α(κατά τον Ησύχ.) «ῥεγισταίβαφεῑς».[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. αποτελεί πιθ. άλλο τ. της λ. ῥεγεύς (< ῥέζω «βάφω»), η ύπαρξη του, όμως, παραμένει αμφίβολη].