ρίμα

Revision as of 12:26, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (36)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

η, Ν
1. ομοιοκαταληξία
2. επαινετικό ή σκωπτικό ποίημα από ομοιοκατάληκτα δίστιχα
3. πληθ. οι ρίμες
οι ριμάδες, ομοιοκατάληκτα δημώδη δίστιχα, λειανοτράγουδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. rima, πιθ. < λατ. rhythmus (< ῥυθμός)].