ῥυθμός
English (LSJ)
Ion. ῥυσμός (v. infr. III, IV), ὁ: (ῥέω):—
A any regular recurring motion (πᾶς ῥ. ὡρισμένῃ μετρεῖται κινήσει Arist.Pr.882b2):
I measured motion, time, whether in sound or motion, Democr.15c; = ἡ τῆς κινήσεως τάξις, Pl.Lg.665a, cf. 672e; ὁ ῥ. ἐκ τοῦ ταχέος καὶ βραδέος, ἐκ διενηνεγμένων πρότερον, ὕστερον δὲ ὁμολογησάντων γέγονε Id.Smp.187b, cf. Suid. s.v.; rhythm, opp. μέτρον and ἁρμονία, Ar. Nu.638 sq., Pl.R. 397b, 398d, 601a, Arist.Rh.1403b31; λόγοι μετὰ μουσικῆς καὶ ῥυθμῶν πεποιημένοι Isoc.15.46; of Prose rhythm, Arist.Rh.1408b29, D.H.Comp.17: defined by Aristox.Rhyth.1, Aristid.Quint.1.13.
2 special phrases: ἐν ῥυθμῷ in time, of dancing, marching, etc., βαίνειν ἐν ῥυθμῷ Pl.Lg.670b, cf. X.An.5.4.14; ὀρχεῖσθαι Id.Cyr.1.3.10; ἐν τῷ ῥυθμῷ ἀναπνεῖν respire regularly, Arist.Pr.882b1; so σωζόμενος ῥ. A.Ch.797 (lyr.); μετὰ ῥυθμοῦ βαίνοντες Th.5.70; ῥυθμὸν χορείας ὑπάγειν = keep time, Ar.Th.956 (lyr.); θάττονα ῥυθμὸν ἐπάγειν play in quicker time, X.Smp.2.22; πυρριχίῳ δρόμῳ καὶ ῥυθμῷ Hdn.4.2.9, cf. Plb.4.20.6: pl., paces, Alcid.Soph. 17.
II measure, proportion or symmetry of parts, at rest as well as in motion, κατὰ τὸν αὐτὸν ῥυθμόν Pl.Lg.728e.
III generally, proportion, arrangement, order, ῥυθμῷ τινι E.Cyc.398 (codd., but θ' ἑνὶ is prob.); οὐκ ἀπὸ ῥυσμοῦ εἰκάζω = I guess not without reason, Call. Epigr.44.5.
IV state or condition of anything, temper, disposition, Thgn.964 (coupled with ὀργή and τρόπος); οἷος ῥυσμὸς ἀνθρώπους ἔχει Archil.66.7; ὅσοι χθονίους ἔχουσι ῥυσμοὺς καὶ χαλεπούς Anacr. 74; μένει.. χρῆμ' οὐδὲν ἐν ταὐτῷ ῥυθμῷ Eup.356.
V form, shape of a thing, Democr.5i; identified by Arist. with σχῆμα, Metaph.985b16, 1042b14; μετέβαλον τὸν ῥ. τῶν γραμμάτων changed the form or shape of the letters, Hdt.5.58; of Chian boots, Hp.Art.62; of the shape of a cup, Alex.59; of a breastplate, X.Mem.3.10.10; [τοῦ θυσιαστηρίου] LXX 4 Ki.16.10; Αὐτονόας ῥ. ωὑτός Theoc.26.23; so of the natural features of a country, D.P.271,620; structure of a substance, κεγχροειδὲς τῷ ῥυθμῷ, τῷ ῥυθμῷ σπογγῶδες, Dsc.5.77,118.
VI manner, fashion of a thing, Ἕλλην ῥ. πέπλων E.Heracl.130; τίνι ῥυθμῷ φόνου; by what kind of slaughter? Id.El.772, cf. Supp.94; ἐν τριγώνοις ῥυθμοῖς triangular-wise, A.Fr.78. [ῠ by nature, A.Ch.797 (lyr.), E.Supp.94, etc.; ῡ by position in Thgn.964, etc.]
German (Pape)
[Seite 850] ὁ, ion. ῥυσμός, jede Bewegung, bes. wobei ein gewisses Maaß stattfindet. Dah. – 1) eigtl. das Zeitmaaß, der Takt, bei dem Tanz, der Musik, dem Versmaaß od. in sonst einer abgemessenen, taktmäßigen Bewegung, wofür auch wir das Wort Rhythmus brauchen; χορείας, Ar. Th. 955; πότερα περὶ μέτρων ἢ περὶ ἐπῶν ἢ ῥυθμῶν, Nubb. 628, vgl. 637. 638; Plat. Conv. 187 b sagt ὥσπερ γε καὶ ὁ ῥυθμὸς ἐκ τοῦ ταχέος καὶ βραδέος διενηνεγμένων πρότερον, ὕστερον δὲ ὁμολογησάντων γέγονε; τῇ τῆς κινήσεως τάξει ῥυθμὸς ὄνομα εἴη, Legg. II, 655 a; βαίνειν ἐν ῥυθμῷ, ib. 170 b; oft mit ἁρμονία verbunden, wie Conv. 187 c; ἐν ῥ υθμῷ ὀρχεῖσθαι, Xen. Cyr. 1, 3, 10 An. 5, 4, 14, der auch ῥυθμοὺς σαλπίζειν vrbdt, 7, 3, 32, nach dem Takte blasen od. mit der Trompete den Takt angeben, womit Pol. 4. 20, 6 zu vergleichen: αὐλὸν καὶ ῥυθμὸν εἰς τὸν πόλεμον ἀντὶ σάλπιγγος εἰσήγαγον οἱ Λακεδαιμόνιοι, Luc. ἐν ῥυθμῷ ἔβαινε πρὸς αὐλόν, Prom. 6; auch οὐκ οἶδ' ὅπως ἐπλήγην ὑπὸ τοῦ ῥυθμοῦ τῶν ὀνομάτων, vit. auct. 21, u. sonst; Plut. u. A. – Bes. bei sp. Rhett. u. Gramm. der Wohlklang der Rede, der Tonfall, der aus schönem Ebenmaaße der Sylben, Wörter u. Sätze entspringt. – 2) Gleichmaaß, Ebenmaaß des Raumes, richtiges, schönes Verhältniß der Teile, vgl. Xen. Mem. 3, 10, 10, wo vom ῥυθμός der Harnische gesprochen wird, und es dem ἁρμόττοντας ποιεῖν entspricht; die nach einem bestimmten Ebenmaaße bestimmte Form oder Gestalt, γραμμάτων ῥυσμός, die Gestalt der Buchstaben, Her. 5, 38, wie von der Gestalt eines Trinkgefäßes Alexis bei Ath. III, 125 f; vgl. auch Theocr. 26, 23. – 3) überhaupt das rechte Maaß, σωζόμενον ῥυθμόν, Aesch. Ch. 786. – Auch die Art u. Weise, die Gemüthsart, Theogn. 958, wo es mit ὀργή u. τρόπος verbunden ist; der Zustand des Menschen überhaupt, οἷος ῥυθμὸς ἀνθρώπους ἔχει, Archil. frg. 31, 7. – Proportion, Verhältniß, κατὰ τὸν αὐτὸν ῥυθμὸν ἔχει, Plat. Legg. V, 728 f. – Es ist wohl von ῥέω abzuleiten oder mit ῥέπω, ῥομβέω verwandt. – [Die Attiker und die spätern Dichter brauchen die erste Sylbe nicht selten kurz.]
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
I. mouvement réglé et mesuré, d'où
1 mesure, cadence, rythme : ἐν ῥυθμῷ XÉN, μετὰ ῥυθμοῦ THC en mesure, en cadence ; particul. harmonie d'une période, nombre oratoire;
2 p. anal. proportions régulières, ordonnance symétrique, juste mesure;
II. p. ext. manière d'être, d'où
1 forme d'une chose (d'un caractère d'écriture, d'un plat, etc.);
2 caractère, nature.
Étymologie: ῥέω.
Russian (Dvoretsky)
ῥυθμός: ион. ῥυσμός ὁ (в атт. тж. ῠ)
1 размеренность, ритм, такт: τῇ τῆς κινήσεως τάξει ῥ. ὄνομά (ἐστιν) Plat. определенный порядок движения называется ритмом; μετὰ ῥυθμοῦ Thuc. и ἐν ῥυθμῷ Plat., Xen. в такт, ритмично; ῥυθμοὺς σαλπίζειν Xen. трубить в такт; ῥυθμῷ τινι Eur. в известном порядке;
2 (о прозе), ритмичность, стройность, Arph., Plat., Arst.;
3 соразмерность, складность (τοῦ θώρακος Xen.);
4 вид, форма (τῶν γραμμάτων Her.): Ἓλλην ῥ. πέπλων Eur. греческий покрой одежд; τίνι ῥυθμῷ φόνου κτείνει Θυέστου παῖδα; Eur. каким образом убил он сына Тиеста?
Greek (Liddell-Scott)
ῥυθμός: Ἰων. ῥυσμὸς (ἴδε κατωτ. ΙΙΙ, IV), ὁ· (ἴδε ἐν λέξ. ῥέω)· - πᾶσα ὁμαλῶς ἐπαναλαμβανομένη κίνησις (πᾶς ῥ. ὡρισμένῃ μετρεῖται κινήσει Ἀριστ. Προβλ. 5. 16): Ι. κίνησις ἔμμετρος, χρόνος, Λατ. numerus, εἴτε ἐπὶ ἤχου εἴτε καθόλου ἐπὶ χρόνου, ἡ τῆς κινήσεως τάξις Πλάτ. Νόμ. 665Α, πρβλ. 654Α, 672Ε· ὁ ῥ. ἐκ τοῦ ταχέος καὶ βραδέος διενηνεγμένων πρότερον, ὕστερον δὲ ὁμολογησάντων γέγονε ὁ αὐτ. ἐν Συμπ. 187Β, πρβλ. Κικ. Orator 20 καὶ 51, Σουΐδ. ἐν λέξ.· ὅθεν ἀντίκειται πρὸς τὰς λέξεις μέτρον καὶ ἁρμονία, διότι ὑπάρχει ῥυθμὸς καὶ ἐν τῷ πεζῷ λόγῳ, ὡς ὑπάρχει ἐν τῇ ποιήσει, Ἀριστοφ. Νεφ. 638 κἑξ., Πλάτ. Πολ. 397Β, 398D, 601A, Ἀριστ. Ρητ. 3. 1, 4· λόγοι μετὰ μουσικῆς καὶ ῥυθμῶν πεποιημένοι Ἰσοκρ. 319C· ἐπὶ τῶν εἰδῶν τοῦ ῥυθμοῦ ὅσα οἱ παλαιοὶ διακρίνουσιν, ἴδε Böckh. εἰς Πινδ. 2) ἰδιαίτεραι φράσεις: ἐν ῥυθμῷ, μετὰ ῥυθμοῦ, ἐπὶ ὀρχήσεως, βαδίσματος, κτλ., τὸ τοῦ Οὐεργιλίου in numerum, ἐν ῥ. βαίνειν Πλάτ. Νόμ. 670Β, Ξεν. Ἀνάβ. 5. 4, 14, πρβλ. Πολύβ. 4. 20, 6· ὀρχεῖσθαι Ξεν. Κύρ. 1. 2, 10· ἐν τῷ ῥ. ἀναπνεῖν, ἀναπνεῖν ὁμαλῶς, Ἀριστ. Προβλ. 5. 16, 1· οὕτω, σώζεσθαι ῥ. Αἰσχύλ. Χο. 797· μετὰ ῥυθμοῦ Θουκ. 5. 70· ῥυθμὸν χορείας ὑπάγω, τηρῶ ῥυθμόν, «κτυπῶ τὸν χρόνον», Ἀριστοφ. Θεσμ. 956· θάττονα ῥυθμὸν ἐπάγω, παίζω μὲ ταχύτερον «χρόνον», Ξεν. Συμπ. 2. 22· πυρριχίῳ δρόμῳ καὶ ῥυθμῷ Ἡρῳδιαν. 4. 22. ΙΙ. μέτρον, συμμετρία, ἀναλογία μερῶν ἐν στάσει ὡς καὶ ἐν κινήσει, κατὰ τὸν αὐτὸν ῥ. Πλάτ. 738Ε. ΙΙΙ. καθόλου, ἀναλογία, διευθέτησις, τάξις, ῥυθμῷ τινι Εὐρ. Κύκλ. 398· οὐκ ἀπὸ ῥυσμοῦ, οὐχὶ ἄνευ λόγου, Καλλ. Ἐπιγράμμ. 44. 5. IV. ἡ κατάστασις παντὸς πράγματος, οἷον ἡ κατάστασις τῆς ψυχῆς, διάθεσις, Θέογν. 958 (ἔνθα συνδυάζεται μετὰ τοῦ ὀργὴ καὶ τρόπος)· οἷος ῥυσμὸς ἀνθρώπους ἔχει Ἀρχίλ. 60· ὅσοι χθονίους ἔχουσι ῥυσμοὺς καὶ χαλεποὺς Ἀνακρ. 78· μένει… χρῆμ’ οὐδὲν ἐν ταὐτῷ ῥ. Εὔπολις ἐν Ἀδήλ. 4. V. τὸ σχῆμα ἢ ἡ μορφὴ πράγματός τινος, Δημόκρ. παρὰ Διογ. Λ. 9. 47· ὅτε ὁ Ἀριστ. ταυτίζει τὴν λέξιν μετὰ τοῦ σχῆμα, Μετὰ τὰ Φυσ. 1. 4, 11., 7. 2.2, πρβλ Trendelenb. εἰς τὸ περὶ Ψυχῆς σ. 214· μετέβαλον τὸν ῥ. τῶν γραμμάτων, τὴν μορφήν, τὸ σχῆμα αὐτῶν, Ἡρόδ. 5. 58· οἷον αἱ Χῖαι κρηπῖδες ῥυθμὸν εἶχον Ἱππ. π. Ἄρθρ. 828· ἐπὶ τοῦ σχήματος ποτηρίου, «οὔτε τρυβλίῳ οὔτε φιάλη, μετεῖχε δ’ ἀμφοῖν τοῖν ῥυθμοῖν» Ἄλεξις ἐν «Δροπίδῃ» 1. 4· ἐπὶ θώρακος, Ξεν. Ἀπομν. 3. 10. 10· οὕτως ἐπὶ τῆς γεωγραφίας χώρας τινός, Λιβύης ῥυσμὸς πέλει Διον. Π. 271, σχῆμα δὲ τοι Ἀσίης ῥυσμὸς πέλει ἀμφοτέρων 620, κτλ. VI. ὁ τρόπος τοῦ σχηματισμοῦ πράγματός τινος, Ἕλλην ῥ. πέπλων Εὐρ. Ἡρακλ. 130 τίς ῥ. φόνου; ποίου εἴδους φόνος; ὁ αὐτ. ἐν Ἠλ. 772, πρβλ. Ἱκέτ. 94· ἐν τριγώνοις ῥυθμοῖς Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 72. [Παρὰ τοῖς Ἀττικ. καὶ μάλιστα τοῖς μεταγεν. ποιηταῖς ῠ εἶναι οὐχὶ σπάνιον].
English (Slater)
ῥυθμός symmetry τοῦ δὲ (sc. ναοῦ) παντέχν[οις] Ἁφαίστου παλάμαις καὶ Ἀθά[νας] τίς ὁ ῥυθμὸς ἐφαίνετο; (Pae. 8.67)
Greek Monolingual
ο / ῥυθμός, ΝΜΑ, και ιων. τ. ῥυσμός, Α
η διαδοχή, η κανονική εναλλαγή κινήσεων ή ενεργειών σε ίσα χρονικά διαστήματα ή σε διαστήματα που παρουσιάζουν αναλογία μεταξύ τους, έμμετρη κίνηση (α. «ρυθμός της κωπηλασίας» β. «ὁ ῥυθμὸς ἐκ τοῦ ταχέος καὶ βραδέος, ἐκ διενηνεγμένων πρότερον, ὕστερον δὲ ὁμολογησάντων, γέγονε», Πλάτ.)
νεοελλ.
1. ευρυθμία, τάξη («δεν έχει ρυθμό στη ζωή του»)
2. (μουσ.-λογοτ.) η διάταξη ή η εναλλαγή φθόγγων ή ήχων με ορισμένο τρόπο μέσα στον χρόνο, το μέτρο («ιαμβικός ρυθμός»)
3. (ιδίως στις πλαστικές τέχνες) α) η αναλογία και η συμμετρία τών μερών ενός συνόλου με τέτοιο τρόπο, ώστε να είναι αρμονικές
β) ο χαρακτήρας τών έργων που προσδίδει ιδιαιτερότητα στο καλλιτέχνημα, αποκαλύπτοντας ταυτόχρονα τον τεχνίτη, την εποχή ή τη σχολή που αυτό αντιπροσωπεύει, τεχνοτροπία («νεοκλασικός ρυθμός»)
4. φρ. «ρυθμός εργασίας» — η ταχύτητα επαναλήψεως ορισμένων βημάτων μιας εργασίας σε σχέση με την ποσότητα και την ποιότητα του παραγόμενου προϊόντος, η οποία μπορεί να είναι σταθερή στις μηχανές αλλά κυμαινόμενη στον άνθρωπο
αρχ.
1. συμμετρία, αναλογία μερών («ὡς δ' αὕτως ἡ τῶν χρημάτων καὶ κτημάτων κτῆσις καὶ τιμήσεως κατὰ τὸν αὐτὸν ῥυθμὸν ἔχει», Πλάτ.)
2. διευθέτηση με έναν συγκεκριμένο τρόπο
3. ο χαρακτήρας ενός ατόμου ή η ψυχική του κατάσταση
4. η μορφή ή το σχήμα ενός αντικειμένου που ορίζεται σύμφωνα με μια συγκεκριμένη συμμετρία («μετέβαλον τὸν ῥυσμὸν τῶν γραμμάτων», Ηρόδ.)
5. η υφή ενός πράγματος («τῷ ῥυθμῷ σπογγῶδες», Διοσκ.)
6. ο τρόπος σχηματισμού ενός πράγματος ή ο τρόπος εκτέλεσης μιας ενέργειας (α. «ἐν τριγώνοις ῥυθμοῖς», Αισχύλ.
β. «τίς ῥυθμὸς φόνου;», Ευρ.)
7. (σπάν.) το στιχηρό άσμα, το ποίημα
8. φρ. α) «ῥυθμὸν χορείας ὕπαγε»
(για όρχηση ή για βάδισμα) κράτα τον χρόνο
β) «θάττονα ῥυθμὸν ἐπάγω»
(για όρχηση ή για βάδισμα) παίζω με ταχύτερο χρόνο
γ) «ἐν τῷ ῥυθμῷ ἀναπνεῖν» — το να αναπνέει κανείς ομαλώς.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ῥυθμός έχει σχηματιστεί από τη μηδενισμένη βαθμίδα ῥυF- του ῥέω (πρβλ. ῥύαξ, ῥύσις) + επίθημα -θμός / -σμός, που προσδίδει ιδιαίτερη τροπικότητα στη ρηματ. ενέργεια (πρβλ. κλαυθμός, μηνι-θμός). Αντίθετα, απίθανες θεωρούνται οι συνδέσεις της λ. με το ρ. ἐρύω (Ι) «σύρω, τραβώ» (πρβλ. ῥῡτήρ) ή με το ρ. ἐρύω (ΙΙ) «προστατεύω» (πρβλ. ῥῡτήρ), λόγω της βραχύτητας του -ŭ- του ῥυθμός, καθώς και λόγω έλλειψης σημασιολ. σχέσης. Σημασιολογικά η λ. συνδέεται με τη λ. μέλος και συνενώνει τις έννοιες της μορφής και της κίνησης, αρχίζοντας από την ομαλή ρευστότητα της μορφής και καταλήγοντας στην κανονικότητα της κίνησης διά μέσου του χορού].
Greek Monotonic
ῥυθμός: Ιων. ῥυσμός, ὁ (ῥέω)·
I. έμμετρη κίνηση, χρόνος, ρυθμός, Λατ. numerus, σε Αριστοφ., Πλάτ. κ.λπ.· ἐν ῥυθμῷ, με ρυθμό, λέγεται για την όρχηση, το βάδισμα κ.λπ., το in numerum του Βιργ., σε Ξεν.· μετὰ ῥυθμοῦ, σε Θουκ.· θάττονα ῥυθμὸν ἐπάγειν, παίζω με ταχύτερο «ρυθμικό χρόνο», σε Ξεν.
II. αναλογία ή συμμετρία μερών, σε Πλάτ.
III. γενικά, αναλογία, ρύθμιση, διευθέτηση, τάξη, τακτοποίηση, σε Ευρ.
IV. κατάσταση ψυχής, διάθεση, προδιάθεση, τάση, ροπή, σε Θέογν. κ.λπ.
V. μορφή ή σχήμα πράγματος, σε Ηρόδ.· λέγεται για τον θώρακα, σε Ξεν.
VI. μέθοδος, τρόπος σχηματισμού πράγματος, σε Ευρ.· τίς ῥυθμὸς φόνου; τι είδους φόνος; στον ίδ.
Frisk Etymological English
Grammatical information: m.
Meaning: = ἡ τῆς κινήσεως τάξις (Pl. Lg. 665a), regular movement, beat, rhythm, measure, consistence, proportion, form (IA., Archil., Thgn., A.).
Other forms: Ion. ῥυσμός.
Compounds: Often as 2. member, e.g. εὔ-ρυθμος with a beautifully regular movement, rhythmically, well-proportioned with -ία f. (Att.).
Derivatives: ῥυθμ-ικός rhythmic (Pl.; Chantraine Études 135), -ιος id. (Hdn. Gr.); -ίζω, also w. prefix, esp. μετα-, to make regular, to organise, to set up, to instruct, to form (IA.), -έω to organise, to determine (Athen Va), -όομαι to develop (Democr. 197 [-σμ-]; -όω uncertain ibd. 33).
Origin: IE [Indo-European] [1003] *sreu̯- stream
Etymology: Already the shortness of the υ (e.g. A. Ch. 797) makes the connection with ἔρυμαι, ῥύομαι avert, protect with ῥυτήρ protector, guardian (Leemans Ant. class. 17, 403ff., Renehan ClassPhil. 58, 36f. after Jaeger Paideia 1, 174f. [prop. "keep in bonds"]) or with ἐρύω draw with ῥυτήρ rein (Krogmann KZ 71, 110f. after Hirt), which is also semant. not very evident, quite improbable. For the old explanation from ῥέω flow, stream, against which rightly Benveniste Journ. de psych. norm. et pathol. 44 (1951) 401 ff., Wolf WienStud. 68, 99 ff. (with survey of other interpretations), Porzig Satzinhalte 237. So orig. meaning "streaming, stream" as symbol of a quiet and even movement (cf. Curtius 353). On the meaning of ῥυθμός still E. Wolf Bed. von ῥυθμός bei Platon (Diss. Innsbruck 1947), Leemans l.c., Waltz Rev. et. lat. 26, 109 ff. (ῥυθμός and numerus). S. also C. Sandoz, Les noms grecs de la forme (Neuchâtel 1971) 58-77.
Middle Liddell
ῥυθμός, Ionic ῥυσμός, οῦ, ὁ, [ῥέω]
I. measured motion, time, rhythm, Lat. numerus, Ar., Plat., etc.: —ἐν ῥυθμῷ in time, Virgil's in numerum, Xen.; μετὰ ῥυθμοῦ Thuc.; θάττονα ῥυθμὸν ἐπάγειν to play in quicker time, Xen.
II. proportion or symmetry of parts, Plat.
III. generally, arrangement, order, Eur.
IV. the state or condition of the soul, temper, disposition, Theogn., etc.
V. the form or shape of a thing, Hdt.; of a breastplate, Xen.
VI. the wise, manner or fashion of a thing, Eur.; τίς ῥ. φόνου; what kind of slaughter? Eur.
Frisk Etymology German
ῥυθμός: {rhuthmós}
Forms: ion. ῥυσμός
Grammar: m.
Meaning: = ἡ τῆς κινήσεως τάξις (Pl. Lg. 665a), geregelte Bewegung, Takt, Rhythmus, Zeitmaß, Gleichmaß, Proportion, Form (ion. att. seit Archil., Thgn., A.).
Composita : Oft als Hinterglied, z.B. εὔρυθμος mit schön geregelter Bewegung, taktmäßig, wohl proportioniert mit -ία f. (att.).
Derivative: Davon ῥυθμικός rhythmisch (Pl. u.a.; Chantraine Études 135), -ιος ib. (Hdn. Gr.); -ίζω, auch m. Präfix, bes. μετα-, ins Gleichmaß bringen, ordnen, einrichten, unterrichten, formen (ion. att.), -έω ordnen, bestimmen (Athen Va), -όομαι sich formen (Demokr. 197 [-σμ-]; -όω unsicher ebd. 33).
Etymology : Schon die Kürze des υ (z.B. A. Ch. 797) macht die auch semantisch wenig einleuchtende Anknüpfung an ἔρυμαι, ῥύομαι abwehren, schützen mit ῥυτήρ Beschützer, Bewacher (Leemans Ant. class. 17, 403ff., Renehan ClassPhil. 58, 36f. nach Jaeger Paideia 1, 174f. [eig. "in Banden halten"]) oder an ἐρύω ziehen mit ῥυτήρ Zügel (Krogmann KZ 71, 110f. nach Hirt) ganz unwahrscheinlich. Für die alte Erklärung aus ῥέω fließen, strömen dagegen mit Recht Benveniste Journ. de psych. norm. et pathol. 44 (1951) 401 ff., Wolf WienStud. 68, 99 ff. (mit Übersicht über andere Deutungen), Porzig Satzinhalte 237. Urspr. Bed. somit "das Strömen, der Strom" als Sinnbild einer ruhigen und gleichmäßigen Bewegung (vgl. Curtius 353). Zur Bed. von ῥυθμός noch E. Wolf Bed. von ῥυθμός bei Platon (Diss. Innsbruck 1947), Leemans a. O., Waltz Rev. et. lat. 26, 109 ff. (ῥυθμός und numerus).
Page 2,664-665
English (Woodhouse)
manner, regularity, rhythm, time, way
Lexicon Thucydideum
numerus, modus, number, limit, 5.70.1.
Translations
rhythm
Afrikaans: ritme; Albanian: ritëm; Arabic: إِيقَاع; Hijazi Arabic: إِيقَاع; Armenian: ռիթմ; Asturian: ritmu; Azerbaijani: ritm; Belarusian: рытм; Bengali: তাল; Bulgarian: ритъм; Burmese: စည်းချက်; Catalan: ritme; Chinese Mandarin: 節奏/节奏; Czech: rytmus, takt; Danish: rytme; Dutch: ritme; Esperanto: ritmo; Estonian: rütm; Faroese: rútma; Finnish: rytmi, tahti; French: rythme; Galician: ritmo; Georgian: რიტმი; German: Rhythmus; Gilbertese: te katoang; Greek: ρυθμός; Ancient Greek: ῥυθμός, ῥυσμός; Gujarati: તાલ; Hausa: taakee; Hawaiian: pana o ka mele, pā; Hebrew: קֶצֶב; Hindi: ताल; Hungarian: ritmus; Icelandic: taktur; Indonesian: ritme; Irish: rithim; Italian: ritmo; Japanese: リズム; Kannada: ಮರುಕಳಿಕೆ; Kazakh: ритм; Khmer: ចង្វាក់; Korean: 리듬; Kyrgyz: ритм; Lao: ຈັງຫວະ; Latvian: ritms; Lithuanian: ritmas; Macedonian: ритам; Malay: rentak, ritma; Malayalam: താളം; Maori: ūngeri; Marathi: ताल; Norwegian Bokmål: rytme; Nynorsk: rytme; Persian: ریتم; Polish: rytm; Portuguese: ritmo; Quechua: waskariqlla; Romanian: ritm; Russian: ритм, такт; Scottish Gaelic: ruitheam; Serbo-Croatian Cyrillic: рѝтам; Roman: rìtam; Slovak: rytmus; Slovene: ritem; Spanish: ritmo; Swahili: mahadhi; Swedish: rytm; Sylheti: ꠔꠣꠟ; Tagalog: ritmo, indayog, aliw-iw; Tajik: ритм; Tamil: தாளம்; Tashelhit: ajmak; Telugu: లయ; Thai: จังหวะ; Turkish: ritim, ritm; Turkmen: ritm; Ukrainian: ритм; Urdu: تال; Uzbek: ritm; Vietnamese: nhịp điệu; Yiddish: ריטם, ריטעם