-η, -ο, Ν1. αυτός που μιλά, τραγουδά ή ψάλλει με έρρινη φωνή2. αυτός που πάσχει από ρινολαλία.[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥις, ῥινός + -φωνος (< φωνή), πρβλ. λαρυγγό-φωνος. Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στον Π. Βεργωτή].