ρινολαλία

From LSJ

διὰ χαρίτων γίγνεσθαί τινι → be pleasing to one

Source

Greek Monolingual

η, Ν
ιατρ. διαταραχή της φωνής, προκαλούμενη από αλλαγές στην αντήχηση τών ρινικών κοιλοτήτων, με αποτέλεσμα η φωνή να είναι έρρινη ή σαν φωνή παλιάτσου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. rhinolalia (< ῥίς, ῥινός + λαλώ)].