ρινολαλία

From LSJ

Ἀμήχανον δὲ παντὸς ἀνδρὸς ἐκμαθεῖν ψυχήν τε καὶ φρόνημα καὶ γνώμην πρὶν ἂν ἀρχαῖς τε καὶ νόμοισιν ἐντριβὴς φανῇ → It is impossible to know the spirit, thought, and mind of any man before he be versed in sovereignty and the laws

Sophocles, Antigone, 175-7

Greek Monolingual

η, Ν
ιατρ. διαταραχή της φωνής, προκαλούμενη από αλλαγές στην αντήχηση τών ρινικών κοιλοτήτων, με αποτέλεσμα η φωνή να είναι έρρινη ή σαν φωνή παλιάτσου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. rhinolalia (< ῥίς, ῥινός + λαλώ)].