ῥίπισις

Revision as of 12:26, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (36)

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A blowing with a bellows or fan, Thphr.Ign.36 (dub. rest.), Gal.8.416, Alex. Aphr.Pr.1.113.

German (Pape)

[Seite 845] ἡ, 1) das Anfachen. – 2) das Fächeln, Abkühlen, Lüften, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ῥίπῐσις: ἡ, (ῥιπίζω) τὸ ῥιπίζειν, ἀνεμίζειν ἢ φυσᾶν διὰ φυσητήρων ἢ ῥιπιδίου, Θεοφρ. π. Πυρὸς 36, Ἀλεξ. Ἀφροδ. Προβλ. 1. 113, Γαλην.: ὅθεν ῥῑπισμός, ὁ, Βυζ.

Greek Monolingual

-ίσεως, ή, Α ῥιπίζω
το να αερίζει κανείς κάτι με ριπίδιο ή με φυσερό.