ῥιπίζω
μήτε ἐγρηγορόσιν μήτε εὕδουσι κύρτοις ἀργὸν θήραν διαπονουμένοις → weels that secure a lazy angling for men whether asleep or awake
English (LSJ)
(ῥιπίς)
A blow up or fan the flame, πολέμου ἔριν Cypr.Fr.1; στάσιν ἀνεγείρει καὶ ῥιπίζει Ar.Ra.360; ῥ. πῦρ Plu.Flam.21; φλόγα AP5.121 (Diod.):—Pass., τεμάχη ῥιπίζεται the fish is fanned to boiling point, Ar.Ec.842.
2 fan a person, in Med., fan oneself, Hp.VM16:—Pass., ῥιπίζεσθαι ὑπὸ τῶν περιστερῶν Antiph.202.5; to be fanned or be blown about, ὑπ' ἀνέμου Com.Adesp. 1324, cf. Arist.Pr.967a21; πρὸς ἀνέμων Ph.2.511; κλύδων ἀνεμιζόμενος καὶ ῥιπιζόμενος Ep.Jac.1.6; ῥιπιζομένη ἄχνη D.C.70.4: metaph., ῥ. ταῖς ἐλπίσι Alciphr.3.47.
3 hurl, Hld. 10.32, cf. 30 (Pass.).
German (Pape)
[Seite 844] in Schwung, Bewegung setzen; 1) anfachen; eigtl. von Kohlen u. Feuer; φλόγα, Heliod. ep. (V, 122); π ῦρ δεόμενον τοῦ ῥιπίζοντος, Plut. Flam. 21; woraus sich Ar. Eccl. 842 erkl.: τὰ τεμάχη ἐῤῥίπιζον, ἵνα ὀπτήσωσιν. – Übertr., π ολέμου ἔριν, Hom. frg. 26; ἀνεγείρει καὶ ῥιπίζει, Ar. Ran. 360, zum Aufstande. – 2) fächeln, mit dem Fächer abkühlen, lüften; ἐῤῥιπίζετο ὑπὸ περιστερῶν, Antiphan. bei Ath. VI 257 d; Plut. Anton. 26.
French (Bailly abrégé)
souffler pour attiser (le feu, etc.), acc. ; fig. agiter, exciter (une guerre, une querelle), acc..
Étymologie: ῥιπίς.
Russian (Dvoretsky)
ῥῑπίζω:
1 раздувать, разжигать (πῦρ Plut., перен. στάσιν Arph.);
2 жарить, поджаривать (τὰ τεμάχη ῥιπίζεται Arph.);
3 обвевать (ῥιπίζεσθαι ὑπὸ τοῦ πνεύματος Arst.);
4 колебать, вздымать (κλύδων ῥιπιζόμενος NT).
Greek (Liddell-Scott)
ῥῑπίζω: μέλλ. -ίσω, (ῥιπὶς) φυσῶ, ἀερίζω, ἀνεμίζω τὴν φλόγα, ἀνάπτω, Λατ. conflare, πολέμου ἔριν Ὁμ. Ἀποσπ. 26· στάσιν ἀνεγείρει καὶ ῥιπίζει Ἀριστοφ. Βάτρ. 360· ῥ. πῦρ Πλουτ. Φλαμ. 21· φλόγα Ἀνθ. Π. 5. 122. -Παθ., τεμάχη ῥιπίζεται, τεμάχια ἰχθύος ῥιπίζονται μέχρι βρασμοῦ, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 842. 2) ἀνεμίζω, ἀερίζω τινά, Ἱππ. Ἀρχ. Ἰητρ. 14, Μοσχίων 136. -Παθ., ῥιπίζεσθαι ὑπὸ τῶν περιστερῶν Ἀντιφάνης ἐν «Στρατιώτῃ» 2. 5· φέρομαι τῇδε κἀκεῖσε ὑπὸ ἀνέμου, ὑπ’ ἀνέμου Κωμικ. Ἀνώμυμ. *48, Ἀριστ. Προβλ. 38· 6· πρὸς ἀνέμων Φίλων 2. 511· κλύδων ἀνεμιζόμενος καὶ ῥιπιζόμενος Ἐπιστ. Ἰακώβ. α΄, 6· ῥιπιζομένη ἄχνη Δίων Κ. 70. 4· μεταφορ., ῥ. ταῖς ἐλπίσι Ἀλκίφρων 3. 47.
English (Strong)
from a derivative of ῥίπτω (meaning a fan or bellows); to breeze up, i.e. (by analogy) to agitate (into waves): toss.
Greek Monolingual
(I)
ῥιπίζω, ΝΜΑ ῥιπή
1. προκαλώ ριπή, προξενώ πνοή ανέμου, φυσώ
2. ανεμίζω τη φλόγα, ξανάβω, αναρριπίζω
νεοελλ.
εξάπτω, εξερεθίζω
αρχ.
1. εξακοντίζω, εκτινάσσω κάποιον («ἐρρίπισέ τε τὸν ἀντίπαλον», Ηλιόδ.)
2. (το παθ.) ῥιπίζομαι
α) τρέμω
β) μέ πηγαίνει ο άνεμος εδώ κι εκεί.
(II)
Ν
1. (κυρίως σχετικά με υγρά) χύνω κάτω, αδειάζω («ρίπισε τον κουβά»)
2. (σχετικά με σωρό) σκορπίζω (α. «ο αέρας ρίπισε τον άμμο» β. «ρίπισε τα κούτσουρα να σβήσει η φλόγα»).
Greek Monotonic
ῥῑπίζω: μέλ. -ίσω (ῥιπίς), φυσώ ελαφρά τη φλόγα, την ανάβω, τη διεγείρω, Λατ. conflare, σε Αριστοφ. — Παθ., παρασύρομαι από τον άνεμο εδώ κι εκεί, σε Καινή Διαθήκη
Middle Liddell
ῥῑπίζω, ῥιπίς
to fan the flame, Lat. conflare, Ar.:—Pass. to be blown about, NTest.
Chinese
原文音譯:?ip⋯zw 里披索
詞類次數:動詞(1)
原文字根:投(化)
字義溯源:騷動,吹動,擾亂,翻騰;源自(ῥίπτω)*=拋擲)
出現次數:總共(1);雅(1)
譯字彙編:
1) 翻騰(1) 雅1:6