το / ῥοδόμελι, ΝΜΑνεοελλ.διάλυμα μελιού και αρώματος από ρόδα, που χρησιμοποιείται στη φαρμακευτικήμσν.-αρχ.μέλι καμωμένο από ρόδα.[ΕΤΥΜΟΛ. < ρόδον + μέλι.