ροδόχρωμος

Revision as of 12:26, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (36)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

-η, -ο, Ν
αυτός που έχει ρόδινο χρώμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ρόδο + -χρωμος (< χρώμα), πρβλ. θαλασσό-χρωμος, πορφυρό-χρωμος. Η λ. μαρτυρείται από το 1861 στο Γαλλοελληνικόν Λεξικόν τών Μ.Γ. Σχινά και Ι.Ν. Λεβαδέως].