ρόδο
Greek Monolingual
το / ῥόδον, ΝΜΑ και αιολ. τ. βρόδον, Α
το άνθος της ροδής, το τριαντάφυλλο (α. «ο Απρίλης με τα λουλούδια κι ο Μάης με τα ρόδα» β. «φύεται αὐτόματα ρόδα», Ηρόδ.
γ. «οὔτε γὰρ ἐκ σκίλλης ῥόδα φύεται οὐδ' ὑάκινθος», Θέογν.)
νεοελλ.
φρ. α) «ρόδο της Ιεριχούς» — κοινή ονομασία του ποώδους φυτού που είναι γνωστό με τη λόγια ονομασία Αναστατική η ιεροχουντία
β) «Πόλεμος τών (δύο) Ρόδων» — ο πόλεμος μεταξύ τών οίκων Λάνγκαστερ και Γιόρκ, για τον θρόνο της Αγγλίας κατά την περίοδο 1451-1485
γ) «βελονιά ρόδου» — είδος βελονιάς στο κέντημα γκιπούρ
4. «κόβει ρόδα μυρωμένα» — αδιαφορεί τελείως για σοβαρά προβλήματα
αρχ.
1. επαινετική φράση, έπαινος («καταπύγων εἶ κ' ἀναίσχυντος
-ῥόδα μ' εἴρηκας», Αριστοφ.)
2. ροδώνας
3. το γυναικείο αιδοίο
4. στον πληθ. τὰ ῥόδα
ο ροδισμός
5. φρ. «πάσσω ῥόδοις» — παρουσιάζω τα πράγματα ρόδινα, ευοίωνα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ῥόδον / βρόδον (< Fρόδον < wŗdo-, πρβλ. τους μυκηναϊκούς τ. wodowe, wodijo, wodijeja) είναι δάνεια, ανατολικής προέλευσης, πιθ. από το ιραν. wrda (πρβλ. αρμ. vard). Διάφορες άλλες συνδέσεις που έχουν προταθεί, όπως με αραβ. warada «ανθίζω», waruda «είμαι κόκκινος» ή με αγγλοσαξ. word «βάτος, αγκαθωτός θάμνος», λατ. rubus «βάτος», δεν θεωρούνται πιθανές. Άγνωστη παραμένει, τέλος, η σχέση της ελλ. λ. με το λατ. rosa.
ΠΑΡ. ροδαλός, ροδή, ροδίζω, ρόδινος, ροδών(-ας), ροδωπός
αρχ.
ροδάριον, ρόδεος, ροδιή, ροδίς, ροδίτης, ροδίτις, ροδόεις, ροδωτός
μσν.- νεοελλ.
ροδάτος
νεοελλ.
ρόδαξ(-ακας), ροδαριά.
ΣΥΝΘ. (Α
συνθετικό) ροδοβαφής, ροδοδάφνη, ροδοδάχτυλος, ροδόδενδρο(ν), ροδοειδής, ροδόμελι, ροδόπεπλος, ροδόστα(γ)μα, ροδοστεφής, ροδόχρους
αρχ.
ροδάκανθα, ροδόκολπος, ροδόμηλον, ροδομιγής, ροδόπηχυς, ροδοπιτυΐνη, ροδόπνους, ροδόπυγος, ροδοπώλης, ροδόστακτον, ροδόστερνος, ροδόσφυρος, ροδοφόρος, ροδόχειρ, ροδόχρως
μσν.
ροδοδολώ, ροδόβοτρυς, ροδόπατος, ροδοποίκιλος
μσν.- νεοελλ.
ροδόπλοκος, ροδόφυλλο(ν)
νεοελλ.
ροδαμίνες, ροδάμυλο, ροδέλαιο, ροδοζάχαρη, ροδοζύμωτος, ροδοκάλλι, ροδοκάνι, ροδόκηπος, ροδοκόκκινος, ροδομάγουλος, ροδομύριστος, ροδόνερο, ροδόξιδο, ροδόξυλο, ροδοπαράδεισος, ροδοπεριχυμένος, ροδοπέταλο, ροδοσκέπαστος, ροδοστάλι, ροδοστέφανος, ροδοστεφανωμενος, ροδοστεφάνωτος, ροδότοπος, ροδοφαίνομαι, ροδοφέγγω, ροδοφόρετος, ροδοφύκη, ροδόφυτος, ροδοχαράζω, ροδόχρωμος. (Β' συνθετικό) αρχ. αγριόρροδον, κυνόροδον, λευκόροδον, μυρόροδον, πολυρροδος, υλόροδον, φοινικόρροδος].