ῥοπαλισμός

Revision as of 12:26, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (36)

English (LSJ)

ὁ,

   A priapism, Ar.Lys.553 (pl.).

German (Pape)

[Seite 849] ὁ, das Schlagen mit der Keule; übertr., die Spannung des männlichen Gliedes, Ar. Lys. 553.

Greek (Liddell-Scott)

ῥοπᾰλισμός: πριαπισμός, «ἡ τάσις τοῦ αἰδοίου, ὁ τέτανος» (Σουΐδ. ἐν λ. ῥοπαλίζει), Ἀριστοφ. Λυσ. 553.

Greek Monolingual

ὁ, Α ῥοπαλίζω
η στύση του πέους.