βορβόρῳ δ' ὕδωρ λαμπρὸν μιαίνων οὔποθ' εὑρήσεις ποτόν → once limpid waters are stained with mud, you'll never find a drink
η / στῡσις, -ύσεως, ΝΑ στύω / στύομαι]
βιολ. αύξηση τών διαστάσεων, σκλήρυνση και ανόρθωση του ανδρικού οργάνου συνουσίας, του πέους
νεοελλ.
αντίστοιχη διόγκωση της κλειτορίδας τών γυναικών.