ῥοπαλοφόρος

Revision as of 12:26, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (36)

English (LSJ)

ον,

   A club-bearing, of Heracles, Eust.1699.31.

Greek (Liddell-Scott)

ῥοπᾰλοφόρος: -ον, ὁ φέρων ῥόπαλον, ἐπὶ τοῦ Ἡρακλέους, Εὐστάθιος 1699, 31.

Greek Monolingual

-α, -ο / ῥοπαλοφόρος, -ον, ΝΑ, θηλ. και ροπαλοφόρος Ν
αυτός που κρατά ρόπαλο, ο οπλισμένος με ρόπαλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥόπαλον + -φόρος].