ὁ, Αθορυβώδης όχλος, συρφετός («ὁ τῶν Ἀσαναίων ῥυάχετος», Αριστοφ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < μηδενισμένη βαθμίδα ῥυF- του ῥέω με εκφραστικό δασύ πρόσφυμα -αχ- και επίθημα -ετός (πρβλ. συρφ-ετός)].