θορυβώδης
English (LSJ)
θορυβῶδες,
A uproarious, turbulent, Pl.Lg.671a; clamorous, -ῶδες φθέγγεσθαι Arist.HA632b18; θορυβώδεα ἐνυπνιάζεσθαι Hp.VM10. Adv. θορυβωδῶς Poll. 5.123, Iamb.Myst.3.25 (prob.): Comp. θορυβωδέστερον, διατίθενται Plu.2.656f.
II causing alarm, τῷ ἵππῳ θ. μηδὲν προσφέρειν X.Eq.9.15.
2 confusing, δόξαι Demetr.Lac.Herc.1696.4.
German (Pape)
[Seite 1215] ες, geräuschvoll, lärmend; ξύλλογος Plat. Legg. II, 671 a; Sp., φθέγγεται ὁ κόττυφος θορυβῶδες Arist. H. A. 9, 49. – Adv., Poll. 5, 123.
French (Bailly abrégé)
ης, ες:
tumultueux.
Étymologie: θόρυβος, -ωδης.
Russian (Dvoretsky)
θορῠβώδης:
1 шумный, шумливый, тж. беспорядочный (ξύλλογος Plat.; ἀναζυγή Plut.);
2 беспокоящий, тревожащий (τῷ ἵππῳ μηδὲν θορυβῶδες προσφέρειν δεῖ Xen.).
Greek (Liddell-Scott)
θορῠβώδης: -ες, (εἶδος) ταραχώδης, πλήρης θορύβου, Πλάτ. Νόμ. 671Α· συγκεχυμένος, Ἀριστ. Ι. Ζ. 9. 49Β, 1· θορυβώδεα ἐνυπνιάζεσθαι Ἱππ. Ἀρχ. Ἰητρ. 12. - Ἐπίρρ. -δῶς, Πολυδ. Ε΄, 123. ΙΙ. προξενῶν θόρυβον, ταραχήν, τῷ ἵππῳ θ. μηδὲν προσφέρειν Ξεν. Ἱππ. 9, 15.
Greek Monolingual
-ες (Α θορυβώδης, -ες) θόρυβος
1. γεμάτος θόρυβο
2. αυτός που προκαλεί θόρυβο, ταραχώδης
αρχ.
1. αυτός που δημιουργεί σύγχυση
2. συγκεχυμένος, μπερδεμένος.
επίρρ...
θορυβωδώς (Α θορυθωδῶς)
με θόρυβο, με τρόπο θορυβώδη.
Greek Monotonic
θορῠβώδης: -ες (εἶδος),
I. ταραχώδης, αυτός που επιφέρει ταραχή, επισύρει σύγχυση, σε Πλάτ.
II. αυτός που προκαλεί ανησυχία, σε Ξεν.
Middle Liddell
θορῠβ-ώδης, ες εἶδος
I. noisy, uproarious, turbulent, Plat.
II. causing alarm, Xen.