ῥυπαρογράφος

Revision as of 12:26, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (36)

English (LSJ)

[γρᾰ], ον,

   A painting sordid subjects, Plin.HN35.112; cf. ῥωπογράφος.

German (Pape)

[Seite 852] schmutzige Gegenstände malend, Schmutzmaler, auch ῥυπογράφος geschrieben, wie Plin. H. N. 35, 37, wo ῥωπογράφος, rhopographus, richtiger zu lesen ist, s. unten.

Greek (Liddell-Scott)

ῥῠπᾰρογράφος: -ον, ζωγραφῶν ῥυπαρὰ ἢ ἀνάξια λόγου πράγματα, Πλίν. 35. 37· πρβλ. ῥωπογράφος.

Greek Monolingual

ο, η / ῥυπαρογράφος, ὁ, ΝΑ
νεοελλ.
συγγραφέας ρυπαρογραφημάτων
αρχ.
ζωγράφος ποταπών και μηδαμινών πραγμάτων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥυπαρός + -γράφος].